διχόθεν: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διχόθεν]] (Α) <b>επίρρ.</b> [[δίχα]]<br /><b>1.</b> κι απ' τα δύο μέρη<br /><b>2.</b> από δύο πηγές. | |mltxt=[[διχόθεν]] (Α) <b>επίρρ.</b> [[δίχα]]<br /><b>1.</b> κι απ' τα δύο μέρη<br /><b>2.</b> από δύο πηγές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐχόθεν:''' ([[δίχα]]), επίρρ., και από τις [[δύο]] πλευρές, [[εκατέρωθεν]], σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A from both sides, both ways, A.Pers.76 (lyr.), Ar. Pax 477, Th.2.44, etc.; δ. μισθοφορεῖν D.24.123; from two sources, τὸ δίκαιον δ. συνίσταται Aps.Rh.p.294H.
German (Pape)
[Seite 646] von zwei Theilen od. Seiten; πεζονόμοις ἔκ τε θαλάσσης Aesch. Pers. 76; Ar. Pax 477; Thuc. 2, 44; Dem. 24, 132 u. Sp., wie Plut. Thes. 13.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόθεν: ἐπίρρ., ἐξ ἑκατέρου μέρους, ἑκατέρωθεν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 76, Ἀριστοφ. Εἰρ. 477, Θουκ. 2. 44, κλπ.
French (Bailly abrégé)
adv.
de deux côtés, de deux façons.
Étymologie: δίχα, -θεν.
Spanish (DGE)
(δῐχόθεν)
adv.
1 de un lado y otro, desde dos lados ἄρχων ... ἐλαύνει δ. A.Pers.76, δ. μισθοφοροῦντες ἄλφιτα cobrando su harina de las dos partes los argivos, que eran neutrales, Ar.Pax 477, cf. D.24.123, δ. ἐπιοῦσιν D.H.3.20, δ. ... ἐπάγεται τῇ Ῥώμῃ πόλεμος D.H.11.4, cf. I.BI 4.283, 5.12, Plu.Marc.15, Mar.21, Sull.19
•de dos orígenes ὄλεθρος D.H.11.24, cf. Ph.1.688, τὸ δίκαιον δ. συνίσταται Aps.p.294, θηρῶν δ. κεκερασμένα φῦλα de los híbridos, Opp.C.3.462
•indicando causa por dos razones τὴν δὲ οὐσίαν ἐλαττοῦσθαι δ. Ph.2.480, cf. 525.
2 de dos maneras, en dos sentidos, doblemente τῇ πόλει δ. ... ξυνοίσει Th.2.44, cf. D.22.67, 24.174, Ph.1.524, I.AI 17.178, Aristid.Or.1.169, 41.3, POxy.3643.11 (II d.C.), 2666.2.13 (IV d.C.).
Greek Monolingual
διχόθεν (Α) επίρρ. δίχα
1. κι απ' τα δύο μέρη
2. από δύο πηγές.
Greek Monotonic
δῐχόθεν: (δίχα), επίρρ., και από τις δύο πλευρές, εκατέρωθεν, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.