δυσαντίβλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαντίβλεπτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να κοιτάξει [[κατάματα]].
|mltxt=[[δυσαντίβλεπτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να κοιτάξει [[κατάματα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαντίβλεπτος:''' -ον ([[ἀντιβλέπω]]), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει [[κάποιος]] κατά [[πρόσωπο]], [[φρικιαστικός]], [[αποτρόπαιος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαντίβλεπτος Medium diacritics: δυσαντίβλεπτος Low diacritics: δυσαντίβλεπτος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΙΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: dysantíbleptos Transliteration B: dysantibleptos Transliteration C: dysantivleptos Beta Code: dusanti/bleptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to look in the face, Plu.Marc.23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.ND20; hard to face, ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. in Metaph.178.30; hard to vie with, Philostr. Jun.Im.Praef.; ὠφέλεια Agathin. ap. Orib.10.7.6.

German (Pape)

[Seite 676] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben φοβερός Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαντίβλεπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ ἴδῃ τις κατὰ πρόσωπον, Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον εἶναι νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on n’ose regarder en face, terrible.
Étymologie: δυσ-, ἀντιβλέπω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de mirar cara a cara τὸ ἐν τοῖς ὅπλοις ἀνυπόστατον ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ περιπορφύρῳ ... ἡγοῦντο ... δυσαντίβλεπτον Plu.Marc.23
neutr. como adv. δ. στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων de las fieras, Corn.ND 20
fig. difícil de afrontar ἀπορία Syrian.in Metaph.178.30.
2 con lo que es difícil competir, difícil de igualar τὸ μέγεθος τῆς ... ὠφελείας Agathin. en Orib.10.7.6, cf. Plu.2.530e, τὸ πρεσβύτερον ref. al arte antiguo, Philostr.Iun.Im.proem.1.

Greek Monolingual

δυσαντίβλεπτος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κοιτάξει κατάματα.

Greek Monotonic

δυσαντίβλεπτος: -ον (ἀντιβλέπω), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει κάποιος κατά πρόσωπο, φρικιαστικός, αποτρόπαιος, σε Πλούτ.