δύσμουσος: Difference between revisions
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσμουσος]], -ον (Α)<br />[[κακότεχνος]], [[ακαλαίσθητος]]. | |mltxt=[[δύσμουσος]], -ον (Α)<br />[[κακότεχνος]], [[ακαλαίσθητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσμουσος:''' -ον ([[μοῦσα]]), = [[ἄμουσος]], μη [[μουσικός]], αυτός που δεν έχει [[σχέση]] με τη [[μουσική]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἄμουσος, unmusical, αὐλός AP9.216 (Honestus).
German (Pape)
[Seite 684] αὐλός, von den Musen nicht geliebt, Onest. 7 (IX, 216).
Greek (Liddell-Scott)
δύσμουσος: -ον, = ἄμουσος, οὐχὶ μουσικός, ἀλλότριος τῶν Μουσῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 9. 216.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non chéri des Muses, inculte.
Étymologie: δυσ-, μοῦσα.
Spanish (DGE)
-ον discordante, αὐλός AP 9.216 (Honest.).
Greek Monolingual
δύσμουσος, -ον (Α)
κακότεχνος, ακαλαίσθητος.
Greek Monotonic
δύσμουσος: -ον (μοῦσα), = ἄμουσος, μη μουσικός, αυτός που δεν έχει σχέση με τη μουσική, σε Ανθ.