δύσιππος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσιππος]], -ον (Α)<br />(για χώρο) ο [[ακατάλληλος]] για [[ιππασία]].
|mltxt=[[δύσιππος]], -ον (Α)<br />(για χώρο) ο [[ακατάλληλος]] για [[ιππασία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δύσιππος:''' -ον, [[δύσβατος]] για [[ιππασία]]· <i>τὰ δ</i>., ακατάλληλα μέρη για το ιππικό, σε Ξεν., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσιππος Medium diacritics: δύσιππος Low diacritics: δύσιππος Capitals: ΔΥΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: dýsippos Transliteration B: dysippos Transliteration C: dysippos Beta Code: du/sippos

English (LSJ)

ον,

   A hard to ride in: τὰ δ. parts unfit for cavalry-service, X.HG3.4.12; δ. χώρα Plu.Phil.14.

German (Pape)

[Seite 681] unbequem für Reiterei, χώρα Plut. Philop. 14; τὰ δ., für die Reiterei ungünstiges Terrain, Xen. Hell. 3, 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

δύσιππος: -ον, ὁ δύσκολος, ἀπρόσφορος πρὸς ἱππασίαν, τὰ δ., μέρη ἀκατάλληλα διὰ τὸ ἱππικόν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12· οὕτω, δ. χώρα Πλούτ. Φιλοπ. 14· ― ὡσαύτως δυσίππαστος, ον, Σχόλ. Πλάτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
peu favorable à la cavalerie.
Étymologie: δυσ-, ἵππος.

Spanish (DGE)

-ον
por donde es difícil cabalgar χώρα Plu.Phil.14, ἡ Ἀττική Plu.Sull.15, ἡ Καρία Plu.Ages.10
neutr. subst. τὰ δύσιππα lugares poco aptos para la caballería X.HG 3.4.12, Ages.1.15.

Greek Monolingual

δύσιππος, -ον (Α)
(για χώρο) ο ακατάλληλος για ιππασία.

Greek Monotonic

δύσιππος: -ον, δύσβατος για ιππασία· τὰ δ., ακατάλληλα μέρη για το ιππικό, σε Ξεν., Πλούτ.