δυσδιάσπαστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσδιάσπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διασπάται δύσκολα<br /><b>2.</b> (για [[οχύρωμα]]) αυτός που δύσκολα καταλύεται. | |mltxt=[[δυσδιάσπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διασπάται δύσκολα<br /><b>2.</b> (για [[οχύρωμα]]) αυτός που δύσκολα καταλύεται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσδιάσπαστος:''' Polyb. = [[δυσδιάλυτος]] 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to break, τάξις Plb.15.15.7; hard to pull up, of a palisade, Ph.Bel.82.35.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu trennen; τάξις Pol. 15, 15.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιάσπαστος: -ον, δυσκόλως διασπώμενος, διαρρηγνύμενος, τάξις Πολύβ. 15. 15, 7.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de romper ἡ Ῥωμαίων τάξις καὶ δύναμις Plb.15.15.7.
2 difícil de arrancar ὁ χάραξ Ph.Mech.82.35.
Greek Monolingual
δυσδιάσπαστος, -ον (Α)
1. αυτός που διασπάται δύσκολα
2. (για οχύρωμα) αυτός που δύσκολα καταλύεται.
Russian (Dvoretsky)
δυσδιάσπαστος: Polyb. = δυσδιάλυτος 2.