δυσδιάσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσδιάσπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διασπάται δύσκολα<br /><b>2.</b> (για [[οχύρωμα]]) αυτός που δύσκολα καταλύεται.
|mltxt=[[δυσδιάσπαστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διασπάται δύσκολα<br /><b>2.</b> (για [[οχύρωμα]]) αυτός που δύσκολα καταλύεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσδιάσπαστος:''' Polyb. = [[δυσδιάλυτος]] 2.
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάσπαστος Medium diacritics: δυσδιάσπαστος Low diacritics: δυσδιάσπαστος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysdiáspastos Transliteration B: dysdiaspastos Transliteration C: dysdiaspastos Beta Code: dusdia/spastos

English (LSJ)

ον,

   A hard to break, τάξις Plb.15.15.7; hard to pull up, of a palisade, Ph.Bel.82.35.

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu trennen; τάξις Pol. 15, 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάσπαστος: -ον, δυσκόλως διασπώμενος, διαρρηγνύμενος, τάξις Πολύβ. 15. 15, 7.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de romper ἡ Ῥωμαίων τάξις καὶ δύναμις Plb.15.15.7.
2 difícil de arrancar ὁ χάραξ Ph.Mech.82.35.

Greek Monolingual

δυσδιάσπαστος, -ον (Α)
1. αυτός που διασπάται δύσκολα
2. (για οχύρωμα) αυτός που δύσκολα καταλύεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσδιάσπαστος: Polyb. = δυσδιάλυτος 2.