δωδεκάφυλος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δωδεκάφυλος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> ο διαιρεμένος σε [[δώδεκα]] φυλές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δωδεκάφυλον</i><br />οι [[δώδεκα]] φυλές του Ισραήλ. | |mltxt=[[δωδεκάφυλος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> ο διαιρεμένος σε [[δώδεκα]] φυλές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δωδεκάφυλον</i><br />οι [[δώδεκα]] φυλές του Ισραήλ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δωδεκάφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που αποτελείται από [[δώδεκα]] φυλές· <i>τὸ δ</i>., οι [[δώδεκα]] φυλές του Ισραήλ, σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of twelve tribes, τὸ δ. the twelve tribes of Israel, Act.Ap.26.7.
German (Pape)
[Seite 694] von zwölf Stämmen; Or. Sib.; τὸ δ., die zwölf Stämme, N. T., K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάφῡλος: -ον, ὁ εἰς δώδεκα φυλὰς διῃρημένος, τὸ δ., αἱ δώδεκα φυλαὶ τοῦ Ἰσραήλ, Πράξ. Ἀποστ. κϚ΄, 7· λαὸς ὁ δ. Χρ. Σιβ. 2. 171.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de douze tribus ; τὸ δωδεκάφυλον NT les douze tribus d’Israël.
Étymologie: δώδεκα, φυλή.
Spanish (DGE)
(δωδεκάφῡλος) -ον
1 de doce tribus λαός Orac.Sib.3.249, 11.36.
2 subst. τὸ δ. las doce tribus de Israel Act.Ap.26.7, 1Ep.Clem.55.6
•subst. ἡ δ. sent. dud., quizá el registro de las doce tribus de Israel Proteu.2.3.
Greek Monolingual
δωδεκάφυλος, -ον (AM)
1. ο διαιρεμένος σε δώδεκα φυλές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάφυλον
οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ.
Greek Monotonic
δωδεκάφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που αποτελείται από δώδεκα φυλές· τὸ δ., οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ, σε Καινή Διαθήκη