Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγχειρητής: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐγχειρητής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χειρουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιχειρεί [[κάτι]].
|mltxt=ο (AM [[ἐγχειρητής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χειρουργός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που επιχειρεί [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχειρητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει ένα [[έργο]], [[ριψοκίνδυνος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρητής Medium diacritics: ἐγχειρητής Low diacritics: εγχειρητής Capitals: ΕΓΧΕΙΡΗΤΗΣ
Transliteration A: encheirētḗs Transliteration B: encheirētēs Transliteration C: egcheiritis Beta Code: e)gxeirhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who undertakes, καινῶν ἔργων Ar. Av.257; πράξεως Ph.2.27: abs., Adam.Phgn.2.39.

German (Pape)

[Seite 713] ὁ, der Etwas angreift, Unternehmer, Ar. Av. 258 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιχειρῶν τι, ὁ ἐπιλαμβανόμενός τινος, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 257.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui entreprend, entreprenant, aventurier.
Étymologie: ἐγχειρέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
emprendedor c. gen. καινῶν ἔργων τ' ἐ. Ar.Au.257, πράξεως Ph.2.27, cf. Adam.2.39.

Greek Monolingual

ο (AM ἐγχειρητής)
νεοελλ.
χειρουργός
αρχ.
αυτός που επιχειρεί κάτι.

Greek Monotonic

ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει ένα έργο, ριψοκίνδυνος, σε Αριστοφ.