εκλέγω: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(10)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐκλέγω]])<br />Ι. 1. [[διαλέγω]], [[ξεχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] κάποιον σε [[αξίωμα]] με [[εκλογή]], με [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> [[μαζεύω]], [[συλλέγω]]<br /><b>4.</b> (για τον θεό) [[διαλέγω]] και [[προορίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για φόρους) [[εισπράττω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]], [[κοινοποιώ]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐκλελεγμένος</i><br />[[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἐκλέγω]] (Μ)<br /><b>1.</b> λέω<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] με [[λεπτομέρεια]]<br /><b>3.</b> [[δείχνω]] τον δρόμο.
|mltxt=<b>(I)</b><br />(AM [[ἐκλέγω]])<br />Ι. 1. [[διαλέγω]], [[ξεχωρίζω]]<br /><b>2.</b> [[αναδεικνύω]] κάποιον σε [[αξίωμα]] με [[εκλογή]], με [[ψηφοφορία]]<br /><b>3.</b> [[μαζεύω]], [[συλλέγω]]<br /><b>4.</b> (για τον θεό) [[διαλέγω]] και [[προορίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για φόρους) [[εισπράττω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποσπώ]], [[αφαιρώ]]<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]], [[κοινοποιώ]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐκλελεγμένος</i><br />[[εκλεκτός]], [[διαλεχτός]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἐκλέγω]] (Μ)<br /><b>1.</b> λέω<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] με [[λεπτομέρεια]]<br /><b>3.</b> [[δείχνω]] τον δρόμο.
}}
}}

Latest revision as of 12:49, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐκλέγω)
Ι. 1. διαλέγω, ξεχωρίζω
2. αναδεικνύω κάποιον σε αξίωμα με εκλογή, με ψηφοφορία
3. μαζεύω, συλλέγω
4. (για τον θεό) διαλέγω και προορίζω
αρχ.-μσν.
(για φόρους) εισπράττω
αρχ.
1. αποσπώ, αφαιρώ
2. δηλώνω, κοινοποιώ
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ἐκλελεγμένος
εκλεκτός, διαλεχτός.
(II)
ἐκλέγω (Μ)
1. λέω
2. περιγράφω με λεπτομέρεια
3. δείχνω τον δρόμο.