ἐλαφρία: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλαφρία]], η (AM)<br />[[ελαφρότητα]], [[επιπολαιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />περιορισμένη, μικρή [[ποσότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακούφιση]].
|mltxt=[[ἐλαφρία]], η (AM)<br />[[ελαφρότητα]], [[επιπολαιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />περιορισμένη, μικρή [[ποσότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανακούφιση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαφρία:''' ἡ, [[ελαφρότητα]], [[έλλειψη]] σοβαρότητας, [[μωρία]], [[ανοησία]], [[ελαφρομυαλιά]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαφρία Medium diacritics: ἐλαφρία Low diacritics: ελαφρία Capitals: ΕΛΑΦΡΙΑ
Transliteration A: elaphría Transliteration B: elaphria Transliteration C: elafria Beta Code: e)lafri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lightness: levity, 2 Ep.Cor.1.17.    II alleviation, Aret.CD2.2.    III = ὀλιγότης, Suid.

German (Pape)

[Seite 792] ἡ, Leichtigkeit, – a) vom Gewicht, übertr., τοῦ ἄχθεος Aret. – b) der Gesinnung, Leichtsinn, N. T.; vgl. Schol. Ar. Av. 295. – c) Geringfügigkeit, ὀλιγότης, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφρία: ἡ, ἐλαφρότης, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. α΄, 17· «ἐλαφρία· μωρία» Ἡσύχ. ΙΙ. ἀνακούφισις, «ἐλάφρωμα», Ἀρεταῖος Χρον. Νούσ. Θεραπευτικ. 2. 2. ΙΙΙ. «ὀλιγότης», Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 légèreté, particul. légèreté d’esprit ou de caractère, frivolité;
2 allègement.
Étymologie: ἐλαφρός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Aret.CD 2.2.1
1 alivio físico τοῦ ἄχθεος Aret.l.c.
alivio, consuelo de tipo espiritual ICil.36.10 (Tarso VI d.C.).
2 ligereza, frivolidad del comportamiento τῇ ἐλαφρίᾳ χρῆσθαι 2Ep.Cor.1.17, ἤθους ἐ. Basil.M.31.1024A, ἀπὸ ἐλαφρίας con ligereza Mac.Aeg.Hom.27.8, cf. Sud., Zonar.

English (Strong)

from ἐλαφρός; levity (figuratively), i.e. fickleness: lightness.

Greek Monolingual

ἐλαφρία, η (AM)
ελαφρότητα, επιπολαιότητα
μσν.
περιορισμένη, μικρή ποσότητα
αρχ.
ανακούφιση.

Greek Monotonic

ἐλαφρία: ἡ, ελαφρότητα, έλλειψη σοβαρότητας, μωρία, ανοησία, ελαφρομυαλιά, σε Καινή Διαθήκη