εμφαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
(11)
 
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐμφαίνω]])<br /><b>1.</b> [[δείχνω]], [[φανερώνω]] («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου»)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>εμφαίνεται</i><br />φαίνεται, [[είναι]] φανερό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για φως) [[εκπέμπω]]<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμφανίζομαι, [[φαίνομαι]], [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>4.</b> [[φαίνομαι]] όμοιος με κάποιον, [[μοιάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> εμφανίζομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[παρουσιάζομαι]], αντανακλώμαι («εἴ που ἤ ἐν ὕδασιν ἤ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]], [[αποκαλύπτω]], [[εμφανίζω]] («ὁ γὰρ ἐκδιηγούμενος ἰδίας ἀριστείας [[κενόδοξος]] λογίζεται ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων, ἐγώ δὲ οὐ καυχώμενος ταῡτα ὑμᾱς [[ἐμφαίνω]]», Διγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αισθητό<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]] [[σαφώς]], [[διακηρύσσω]]<br /><b>3.</b> περιλαμβάνομαι ενδεικτικά<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐμφαίνει</i><br />[[είναι]] φανερό.
|mltxt=(AM [[ἐμφαίνω]])<br /><b>1.</b> [[δείχνω]], [[φανερώνω]] («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου»)<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> <i>εμφαίνεται</i><br />φαίνεται, [[είναι]] φανερό<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για φως) [[εκπέμπω]]<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> εμφανίζομαι, [[φαίνομαι]], [[παρουσιάζομαι]]<br /><b>4.</b> [[φαίνομαι]] όμοιος με κάποιον, [[μοιάζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> εμφανίζομαι [[μέσα]] σε [[κάτι]], [[παρουσιάζομαι]], αντανακλώμαι («εἴ που ἤ ἐν ὕδασιν ἤ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρουσιάζω]], [[αποκαλύπτω]], [[εμφανίζω]] («ὁ γὰρ ἐκδιηγούμενος ἰδίας ἀριστείας [[κενόδοξος]] λογίζεται ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων, ἐγώ δὲ οὐ καυχώμενος ταῦτα ὑμᾱς [[ἐμφαίνω]]», Διγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αισθητό<br /><b>2.</b> [[δηλώνω]] [[σαφώς]], [[διακηρύσσω]]<br /><b>3.</b> περιλαμβάνομαι ενδεικτικά<br /><b>4.</b> <b>απρόσ.</b> <i>ἐμφαίνει</i><br />[[είναι]] φανερό.
}}
}}

Latest revision as of 15:50, 25 July 2021

Greek Monolingual

(AM ἐμφαίνω)
1. δείχνω, φανερώνω («σάρκωσιν ἐμφαίνουσα ἀρρήτου λόγου»)
2. απρόσ. εμφαίνεται
φαίνεται, είναι φανερό
μσν.
1. (για φως) εκπέμπω
2. σχηματίζω
3. (αμτβ.) εμφανίζομαι, φαίνομαι, παρουσιάζομαι
4. φαίνομαι όμοιος με κάποιον, μοιάζω
αρχ.-μσν.
1. μέσ. εμφανίζομαι μέσα σε κάτι, παρουσιάζομαι, αντανακλώμαι («εἴ που ἤ ἐν ὕδασιν ἤ ἐν κατόπτροις ἐμφαίνοιντο», Πλάτ.)
2. παρουσιάζω, αποκαλύπτω, εμφανίζω («ὁ γὰρ ἐκδιηγούμενος ἰδίας ἀριστείας κενόδοξος λογίζεται ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων, ἐγώ δὲ οὐ καυχώμενος ταῦτα ὑμᾱς ἐμφαίνω», Διγ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι αισθητό
2. δηλώνω σαφώς, διακηρύσσω
3. περιλαμβάνομαι ενδεικτικά
4. απρόσ. ἐμφαίνει
είναι φανερό.