ἐμπόρευμα: Difference between revisions
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και εμπόρεμα, το (AM [[εμπόρευμα]])<br />[[κάθε]] [[φυσικό]] ή τεχνητό [[προϊόν]] για το οποίο γίνεται [[αγοραπωλησία]], εμπορεύσιμο [[είδος]], [[πραμάτεια]] («ελεύθερο [[εμπόρευμα]]» — αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς). | |mltxt=και εμπόρεμα, το (AM [[εμπόρευμα]])<br />[[κάθε]] [[φυσικό]] ή τεχνητό [[προϊόν]] για το οποίο γίνεται [[αγοραπωλησία]], εμπορεύσιμο [[είδος]], [[πραμάτεια]] («ελεύθερο [[εμπόρευμα]]» — αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐμπόρευμα:''' -ατος, τό, [[εμπόρευμα]], [[αγαθό]], [[πραμάτεια]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A merchandise, in pl., X.Vect.3.4, Hier.9.11. II traffic, Hsch.
German (Pape)
[Seite 816] τό, Gegenstand des Handels, Waare, Xen. Hier. 9, 11 Vect. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόρευμα: τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Ξεν. Πόροι 3. 4, Ἱέρ. 9. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
marchandise.
Étymologie: ἐμπορεύομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 mercancía gener. plu. ἀγαθὸν ... ἐμπορεύμασιν ὠφελεῖν τὴν πόλιν X.Vect.3.4, cf. Hier.9.11, Gr.Naz.M.36.173A, Eust.686.42, τὰ οὐράνια ἐμπορεύματα los bienes celestiales, H.Mon.14.21.
2 actividad comercial Hsch.
•fig., c. gen. abstr. trato, relación τῆς εὐσεβείας Basil.M.31.1381C, ἀρετῆς Chrys.M.49.265.
3 beneficio, ganancia fig. ἐ. τῆς ἐμῆς εὐχῆς Gr.Naz.M.37.1043A, νήψεως καὶ ἀσφαλείας Isid.Pel.Ep.M.78.316A.
Greek Monolingual
και εμπόρεμα, το (AM εμπόρευμα)
κάθε φυσικό ή τεχνητό προϊόν για το οποίο γίνεται αγοραπωλησία, εμπορεύσιμο είδος, πραμάτεια («ελεύθερο εμπόρευμα» — αυτό που παραδίδεται από τον πωλητή στον αγοραστή ελεύθερο από έξοδα μεταφοράς).