ἐνεσία: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(12) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνεσία]] και επικ. τ. [[ἐννεσίη]], η (Α) [[ενίημι]]<br />[[προτροπή]], [[συμβουλή]], [[εισήγηση]]. | |mltxt=[[ἐνεσία]] και επικ. τ. [[ἐννεσίη]], η (Α) [[ενίημι]]<br />[[προτροπή]], [[συμβουλή]], [[εισήγηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνεσία:''' Επικ. [[ἐννεσία]], ἡ ([[ἐνίημι]]), [[συμβουλή]], [[προτροπή]], [[πρόταση]], [[εισήγηση]], <i>κείνης ἐνεσσίῃσι</i> (Επικ. δοτ. πληθ.) με [[εισήγηση]] εκείνης, [[κατόπιν]] πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἐνίημι)
A suggestion, used only in Ep. form ἐννεσίη: dat. pl., with gen. pers., once in Hom., κείνης ἐννεσίῃσι at her suggestion, Il.5.894; Ραίης, Διός, Ἥρης ἐνν., Hes.Th.494, h.Cer.30, Call.Dian. 108; ὑπ' ἐννεσίῃσι A.R.1.7, prob. in Q.S.3.475: gen. pl., ἐννεσιάων A.R.3.1364.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεσία: ἡ, (ἐνίημι) συμβουλή, προτροπή, εἰσήγησις, μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ, ἐννεσία: δοτ. πληθ. μετὰ γεν. προσ., κείνης ἐνεσίῃσι, κατ’ εἰσήγησιν ἐκείνης, Ἰλ. Ε. 894· Γαίης ἐννεσίῃσι Ἡσ. Θεογ. 494· ὑπ’ ἐννεσίῃσι Κόϊντ. Σμυρ. 3. 475· γεν. πληθ., Μηδείης... ἐννεσιάων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1364.
Greek Monolingual
ἐνεσία και επικ. τ. ἐννεσίη, η (Α) ενίημι
προτροπή, συμβουλή, εισήγηση.
Greek Monotonic
ἐνεσία: Επικ. ἐννεσία, ἡ (ἐνίημι), συμβουλή, προτροπή, πρόταση, εισήγηση, κείνης ἐνεσσίῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.) με εισήγηση εκείνης, κατόπιν πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.