ἔξαιμος: Difference between revisions
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔξαιμος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] αίματος («φλεβοτομούμενος... ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αίμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άναιμος]], [[εύαιμος]] <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[ἔξαιμος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] αίματος («φλεβοτομούμενος... ἕως [[ἔξαιμος]] ἐγένετο», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αίμα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άναιμος]], [[εύαιμος]] <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔξαιμος:''' лишенный крови, обескровленный ([[θηρίον]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (αἷμα)
A bloodless, drained of blood, Hp.VC16, Epid.5.6, D.S.3.35, etc.
German (Pape)
[Seite 863] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαιμος: -ον, (αἷμα) «ὁ λίφαιμος, ὁ πλεῖστον αἷμα κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως ἔξαιμος ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ οὕτως, ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Πολυδ. Δ΄, 186, Η΄, 79.
Spanish (DGE)
-ον
1 cirug., de heridas que ha dejado de sangrar, limpio de sangre Hp.VC 16.
2 desangrado, exangüe gener. como pred. τὸ παιδίον, ὥσπερ ἔξαιμον γενόμενον πρότερον, πάλιν ἀνεβίωσεν Arist.HA 587a23, cf. LXX 2Ma.14.46, Plu.2.970d, κροκόδειλος D.S.1.35, θηρία D.S.3.35, cf. Str.15.1.42, ἔ. ὢν καὶ καταβελὴς ὁ Κούρτιος D.H.2.42, ποιήσαντες ἔξαιμον τὸ ζῷον Agatharch.55, cf. D.C.43.11.4, mág. en POxy.4468re.128, Hippiatr.26.21
•como resultado terapéutico de una sangría φλεβοτομούμενος ... ἕως ἔ. ἐγένετο Hp.Epid.5.6.
Greek Monolingual
ἔξαιμος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε μεγάλη ποσότητα αίματος («φλεβοτομούμενος... ἕως ἔξαιμος ἐγένετο», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + -αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, εύαιμος κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἔξαιμος: лишенный крови, обескровленный (θηρίον Diod.).