ἐξαναστέφω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαναστέφω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]] («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην [[αὖθις]] ἐξανέστεφον», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαναστέφω]] (Α)<br />[[στολίζω]] με [[στεφάνι]], [[στεφανώνω]] («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην [[αὖθις]] ἐξανέστεφον», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]] με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναστέφω Medium diacritics: ἐξαναστέφω Low diacritics: εξαναστέφω Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΕΦΩ
Transliteration A: exanastéphō Transliteration B: exanastephō Transliteration C: eksanastefo Beta Code: e)canaste/fw

English (LSJ)

strengthd. for ἀναστέφω, E.Ba.1055.

German (Pape)

[Seite 868] ganz bekränzen, Eur. Bacch. 1055.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναστέφω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ ἀναστέφω, Εὐρ. Βάκχ. 1055.

French (Bailly abrégé)

couronner ou ceindre de nouveau.
Étymologie: ἐξ, ἀναστέφω.

Spanish (DGE)

coronar fig. θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον E.Ba.1055.

Greek Monolingual

ἐξαναστέφω (Α)
στολίζω με στεφάνι, στεφανώνω («θύρσον ἐκλελοιπότα κισσῷ κομήτην αὖθις ἐξανέστεφον», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω με στεφάνια λουλουδιών, σε Ευρ.