ἐξόρκωσις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξόρκωσις]], η (Α) [[εξορκώ]]<br /><b>1.</b> ένορκη [[υποχρέωση]]<br /><b>2.</b> [[εξορκισμός]].
|mltxt=[[ἐξόρκωσις]], η (Α) [[εξορκώ]]<br /><b>1.</b> ένορκη [[υποχρέωση]]<br /><b>2.</b> [[εξορκισμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξόρκωσις:''' -εως, ἡ, [[δέσμευση]] μέσω όρκου, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξόρκωσις Medium diacritics: ἐξόρκωσις Low diacritics: εξόρκωσις Capitals: ΕΞΟΡΚΩΣΙΣ
Transliteration A: exórkōsis Transliteration B: exorkōsis Transliteration C: eksorkosis Beta Code: e)co/rkwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A binding by oath, Id.4.154.    II exorcism, J.AJ8.2.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 887] ἡ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Her. 4, 154.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δι᾿ ὅρκου ὑποχρέωσις. ἀποσιεύμενος τὴν ἐξόρκωσιν τοῦ ᾿Ετεάρχου, ἀπολύων ἑαυτὸν (ὁ Θεμίσων) τῆς ὑποχρεώσεως τοῦ ὅρκου ὃν ἐπέβαλεν αὐτῷ ὁ Ἐτέαρχος, Ἡρόδ. 4. 154. Ἴδε ἀφοσιόω ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de faire prêter serment.
Étymologie: ἐξορκόω.

Greek Monolingual

ἐξόρκωσις, η (Α) εξορκώ
1. ένορκη υποχρέωση
2. εξορκισμός.

Greek Monotonic

ἐξόρκωσις: -εως, ἡ, δέσμευση μέσω όρκου, σε Ηρόδ.