επαγγελία: Difference between revisions
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἐπαγγελία]]) [[επαγγέλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]], [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γη της επαγγελίας» — η [[Χαναάν]], η [[χώρα]] που υποσχέθηκε ο [[θεός]] στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[επαγγελία]]» — [[δημόσια]] [[υπόσχεση]] αμοιβής [[υπέρ]] εκείνου που θα εκτελέσει την [[αντιπαροχή]] που ορίζει ο επαγγελλόμενος<br />β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — [[κάθε]] πλούσια, εύφορη [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[παραγγελία]] («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, [[ὕδωρ]] καὶ γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγγελία]], [[αναγγελία]], [[είδηση]] («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ [[ἐπαγγελία]] ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' | |mltxt=η (Α [[ἐπαγγελία]]) [[επαγγέλλομαι]]<br /><b>1.</b> [[υπόσχεση]], [[διαβεβαίωση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «γη της επαγγελίας» — η [[Χαναάν]], η [[χώρα]] που υποσχέθηκε ο [[θεός]] στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[δημόσια]] [[επαγγελία]]» — [[δημόσια]] [[υπόσχεση]] αμοιβής [[υπέρ]] εκείνου που θα εκτελέσει την [[αντιπαροχή]] που ορίζει ο επαγγελλόμενος<br />β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — [[κάθε]] πλούσια, εύφορη [[χώρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαταγή]], [[παραγγελία]] («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, [[ὕδωρ]] καὶ γῆν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγγελία]], [[αναγγελία]], [[είδηση]] («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ [[ἐπαγγελία]] ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῑν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δήλωση]], [[υπόδειξη]]<br /><b>4.</b> το [[θέμα]] μιας πραγματείας<br /><b>5.</b> η διαφημιζόμενη [[ιδιότητα]] ενός φαρμάκου<br /><b>6.</b> [[δημόσια]] [[εξάσκηση]] επαγγέλματος<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> [[αναζήτηση]]<br /><b>8.</b> (αττ. δίκ.) [[επαγγελία]] (ενν. <i>δοκιμασίας</i>)<br />[[κλήση]] ρήτορα σε [[απολογία]], [[γιατί]] δημηγόρησε [[δημόσια]], [[χωρίς]] να έχει [[δικαίωμα]]<br /><b>9.</b> (γενικά) [[κλήση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (Α ἐπαγγελία) επαγγέλλομαι
1. υπόσχεση, διαβεβαίωση
2. φρ. «γη της επαγγελίας» — η Χαναάν, η χώρα που υποσχέθηκε ο θεός στους Εβραίους («πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσια επαγγελία» — δημόσια υπόσχεση αμοιβής υπέρ εκείνου που θα εκτελέσει την αντιπαροχή που ορίζει ο επαγγελλόμενος
β) (συνεκδοχικά) «γη της επαγγελίας» — κάθε πλούσια, εύφορη χώρα
αρχ.
1. διαταγή, παραγγελία («παρὰ Λακεδαιμονίων ἔχει τὰ κατὰ τὴν ἐπαγγελίαν, ὕδωρ καὶ γῆν», Πολ.)
2. αγγελία, αναγγελία, είδηση («καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ και ἀναγγέλλομεν ὑμῑν», ΚΔ)
3. δήλωση, υπόδειξη
4. το θέμα μιας πραγματείας
5. η διαφημιζόμενη ιδιότητα ενός φαρμάκου
6. δημόσια εξάσκηση επαγγέλματος
7. στον πληθ. αναζήτηση
8. (αττ. δίκ.) επαγγελία (ενν. δοκιμασίας)
κλήση ρήτορα σε απολογία, γιατί δημηγόρησε δημόσια, χωρίς να έχει δικαίωμα
9. (γενικά) κλήση.