ἐπιθαυμάζω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιθαυμάζω]] (AM)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θαυμάζω]] και [[απορώ]], [[μένω]] [[κατάπληκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δείχνω]] σε κάποιον τον θαυμασμό μου.
|mltxt=[[ἐπιθαυμάζω]] (AM)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[θαυμάζω]] και [[απορώ]], [[μένω]] [[κατάπληκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δείχνω]] σε κάποιον τον θαυμασμό μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιθαυμάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[αποδίδω]] [[τιμή]] σε, <i>τινά</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιθαυμάζω Medium diacritics: ἐπιθαυμάζω Low diacritics: επιθαυμάζω Capitals: ΕΠΙΘΑΥΜΑΖΩ
Transliteration A: epithaumázō Transliteration B: epithaumazō Transliteration C: epithavmazo Beta Code: e)piqauma/zw

English (LSJ)

   A pay honour to, ἐ. τι τὸν διδάσκαλον by giving him a fee, Ar.Nu.1147; ἐπιθαυμάσας τὸ παράλογον in wonder at . ., Plu.Marc.30: abs., Arr.Epict.1.26.12.

German (Pape)

[Seite 942] bewundern, Plut. Marc. 30; durch Geschenke ehren, τινά, Ar. Nubb. 1147.

French (Bailly abrégé)

admirer.
Étymologie: ἐπί, θαυμάζω.

Greek Monolingual

ἐπιθαυμάζω (AM)
αρχ.-μσν.
θαυμάζω και απορώ, μένω κατάπληκτος
αρχ.
δείχνω σε κάποιον τον θαυμασμό μου.

Greek Monotonic

ἐπιθαυμάζω: μέλ. -σω, αποδίδω τιμή σε, τινά, σε Αριστοφ.