ἐπικράζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικράζω]] (Α) [[κράζω]]<br />[[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]] [[προς]] κάποιον, [[φωνάζω]] [[υπέρ]] ή [[εναντίον]] κάποιου.
|mltxt=[[ἐπικράζω]] (Α) [[κράζω]]<br />[[φωνάζω]] [[δυνατά]], [[κραυγάζω]] [[προς]] κάποιον, [[φωνάζω]] [[υπέρ]] ή [[εναντίον]] κάποιου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικράζω:''' παρακ. <i>-κεκρᾱγα</i>, [[φωνάζω]] σε ή προς, <i>τινί</i>, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικράζω Medium diacritics: ἐπικράζω Low diacritics: επικράζω Capitals: ΕΠΙΚΡΑΖΩ
Transliteration A: epikrázō Transliteration B: epikrazō Transliteration C: epikrazo Beta Code: e)pikra/zw

English (LSJ)

   A shout to or at, τινί Luc.Anach.16 (pf. part. ἐπικεκρᾱγότες): aor. 1 inf. ἐπικράξαι Ps.-Luc.Philopatr.1.

German (Pape)

[Seite 952] (s. κράζω), zuschreien, τινί; ἐπικεκραγότες Luc. Anach. 16; ἐπικεκράχθω Poll. 5, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράζω: μέλλ. -κράξω ᾱ, κράζω πρός τινα, ἐπικεκραγότες τοῖς παλαίουσι Λουκ. Ἀνάχ. 16˙ ἀόρ. ἐπέκραξα Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 1.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. ἐπικράξαι, pf. ἐπικέκραγα;
crier sur ou contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, κράζω.

Greek Monolingual

ἐπικράζω (Α) κράζω
φωνάζω δυνατά, κραυγάζω προς κάποιον, φωνάζω υπέρ ή εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπικράζω: παρακ. -κεκρᾱγα, φωνάζω σε ή προς, τινί, σε Λουκ.