ἐπινεφής: Difference between revisions
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπινεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νέφος]]. | |mltxt=[[ἐπινεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο [[σκοτεινός]]<br /><b>2.</b> (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νέφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπινεφής:''' облачный ([[ἀήρ]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A clouded, dark, [ἀήρ] Arist.Pr.941a5, Thphr.CP5.12.2; ἐπινεφῆ a clouded sky, Id.Vent.51. II. bringing clouds, [ἄνεμος]ib.4.
German (Pape)
[Seite 965] ές, bewölkt, dunkel, Theophr.; ἄνεμος, Gewölk und Regen bringend, id.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινεφής: -ές, (νέφος) συννεφής, κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφῶν, σκοτεινός, ἀὴρ Ἀριστ. Προβλ. 26. 8, 1, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 2· ἐπινεφῆ, συννεφειά, ἐπινεφῆ καὶ αἰθρίαι ὁ αὐτ. π. Ἀνέμ. 51· ΙΙ. φέρων νέφη, ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος (ἄνεμος) αὐτόθι 4. ἐπινεφρίδιος, ον, (νεφρὸς) ὁ ἐπὶ τῶν νεφρῶν, δημόν... ἐπινεφρίδιον, «τὸ περὶ τοὺς νεφροὺς λίπος» (Σχόλ.) Ἰλ. Φ. 204.
Greek Monolingual
ἐπινεφής, -ές (Α)
1. ο σκεπασμένος με σύννεφα, ο σκοτεινός
2. (για άνεμο) αυτός που μαζεύει τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέφος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινεφής: облачный (ἀήρ Arst.).