ἐπινομή: Difference between revisions
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπινομή]], ἡ (Α) [[νομή]]<br /><b>1.</b> [[διάδοση]], [[εξάπλωση]], [[ιδίως]] μτφ. για τη [[φωτιά]] («οὐκ ἂν ἔφθασεν ἡ [[βοήθεια]] τὴν ἐπινομήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]] βοσκής<br /><b>3.</b> [[διαταγή]], [[παραγγελία]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἐπινομαί</i><br />[[επίθεση]] επιδέσμου. | |mltxt=[[ἐπινομή]], ἡ (Α) [[νομή]]<br /><b>1.</b> [[διάδοση]], [[εξάπλωση]], [[ιδίως]] μτφ. για τη [[φωτιά]] («οὐκ ἂν ἔφθασεν ἡ [[βοήθεια]] τὴν ἐπινομήν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απαίτηση]] βοσκής<br /><b>3.</b> [[διαταγή]], [[παραγγελία]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἐπινομαί</i><br />[[επίθεση]] επιδέσμου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπινομή:''' ἡ (ἐπινέμομαι), [[βόσκηση]] πέρα από τα όρια, [[σύνορα]]· μεταφ., ἐπ.[[πυρός]], [[εξάπλωση]], [[διάδοση]] της φωτιάς, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἐπινέμομαι)
A a grazing over the boundaries: metaph., ἐ. πυρός the spread of fire, Plu.Alex.35; of poison, Ael.NA12.32. 2. right of pasturage, Schwyzer 197.33 (Itanos, iii B.C.). 3. grazing after mowing, POxy.730.11 (ii A.D.), al. II. pl.,final turns of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.51.2 (pl.), Gal.18(2).563.
German (Pape)
[Seite 966] ἡ, das um sich Greifen, sich Verbreiten, vom Feuer, Plut. Alex. 35; τοῦ ἰοῦ Ael. V. H. 12, 32. Vgl. ἐπινέμω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινομή: ἡ, (ἐπινέμομαι) ἐπὶ τοῦ πυρός, διάδοσις, ἐξάπλωσις αὐτοῦ, Πλουτ. Ἀλεξ. 35· ἐπὶ δηλητηρίου, τὴν τοῦ ἰοῦ κατὰ τοῦ σώματος ἐπινομὴν Αἰλ. π. Ζ. 12. 32. ΙΙ. ἐπίθεσις ἐπιδέσμου, Γαλην. τ. 18, μέρος 1, σ. 791, 11, 792. 1, κτλ. 2) διαταγή, παραγγελία, ἐπινομὴν ἐδώκασιν ὅπως, ἐὰν κοιμηθῶσιν, διαδέξωνται ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν Κλήμ. Ρώμ. 1. 44.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de consumer de proche en proche.
Étymologie: ἐπινέμω.
Greek Monolingual
ἐπινομή, ἡ (Α) νομή
1. διάδοση, εξάπλωση, ιδίως μτφ. για τη φωτιά («οὐκ ἂν ἔφθασεν ἡ βοήθεια τὴν ἐπινομήν», Πλούτ.)
2. απαίτηση βοσκής
3. διαταγή, παραγγελία
4. στον πληθ. ἐπινομαί
επίθεση επιδέσμου.
Greek Monotonic
ἐπινομή: ἡ (ἐπινέμομαι), βόσκηση πέρα από τα όρια, σύνορα· μεταφ., ἐπ.πυρός, εξάπλωση, διάδοση της φωτιάς, σε Πλούτ.