ἐπιπρεσβεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιπρεσβεύομαι]] (Α) [[πρεσβεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] ως [[πρεσβευτής]], ως [[απεσταλμένος]] («τοσαύτας γάρ [[εἶναι]] γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[πρεσβεία]] σε κάποιον («ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] νέα [[πρεσβεία]].
|mltxt=[[ἐπιπρεσβεύομαι]] (Α) [[πρεσβεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] ως [[πρεσβευτής]], ως [[απεσταλμένος]] («τοσαύτας γάρ [[εἶναι]] γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[πρεσβεία]] σε κάποιον («ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] νέα [[πρεσβεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιπρεσβεύομαι:''' αποθ., [[στέλνω]] αντιπροσώπους, [[αποστέλλω]] πρέσβεις, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπρεσβεύομαι Medium diacritics: ἐπιπρεσβεύομαι Low diacritics: επιπρεσβεύομαι Capitals: ΕΠΙΠΡΕΣΒΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: epipresbeúomai Transliteration B: epipresbeuomai Transliteration C: epipresveyomai Beta Code: e)pipresbeu/omai

English (LSJ)

   A go as ambassador, D.H.2.47.    II. send an embassy, πρός τινα Id.6.56; τινί Plu.Sert.27,Ant.68.    2. send a second embassy, App.Gall.18.

German (Pape)

[Seite 972] med., als Gesandter wohin gehen, D. Hal. 2, 47 u. a. Sp. – Auch eine Gesandtschaft an Jemand schicken, πρός τινα, D. Hal. 6, 56; Plut. Sertor. 27, oft; wieder eine Gesandtschaft schicken, Ann. B. Gall. 18. – Poll. 8, 137 führt neben ἐπιπρεσβεύσασθαι auch ἐπιπρεσβεῦσαι an.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπρεσβεύομαι: ἀπέρχομαί που ὡς πρεσβευτής, ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. ἀποστέλλω πρεσβείαν, πρός τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) ἀποστέλλω καὶ ἄλλην πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18.

French (Bailly abrégé)

envoyer une ambassade.
Étymologie: ἐπί, πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ἐπιπρεσβεύομαι (Α) πρεσβεύομαι
1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)
2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)
3. στέλνω νέα πρεσβεία.

Greek Monotonic

ἐπιπρεσβεύομαι: αποθ., στέλνω αντιπροσώπους, αποστέλλω πρέσβεις, σε Πλούτ.