ἐπίσκωψις: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσκωψις]], ἡ (Α) [[επισκώπτω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[περιγέλασμα]]. | |mltxt=[[ἐπίσκωψις]], ἡ (Α) [[επισκώπτω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[περιγέλασμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίσκωψις:''' -εως, ἡ, [[εμπαιγμός]], [[κοροϊδία]], [[πείραγμα]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mocking, raillery, Plu.Ant.24 (pl.).
German (Pape)
[Seite 980] ἡ, das Spotten, der Scherz, mit παιδιά verbunden, Plut. Anton. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκωψις: -εως, ἡ, τὸ ἐπισκώπτειν, ἐμπαιγμός, «περίπαιγμα» Πλουτ. Ἀντών. 24.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
moquerie, raillerie.
Étymologie: ἐπισκώπτω.
Greek Monolingual
ἐπίσκωψις, ἡ (Α) επισκώπτω
εμπαιγμός, περιγέλασμα.
Greek Monotonic
ἐπίσκωψις: -εως, ἡ, εμπαιγμός, κοροϊδία, πείραγμα, σε Πλούτ.