ἐπισμυγερός: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπισμυγερός]], -ά, -όν (Α)<br />[[οικτρός]], [[ελεεινός]] (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σμυγερός]] «[[οδυνηρός]], [[λυπηρός]]»].
|mltxt=[[ἐπισμυγερός]], -ά, -όν (Α)<br />[[οικτρός]], [[ελεεινός]] (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[σμυγερός]] «[[οδυνηρός]], [[λυπηρός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισμῠγερός:''' -ά, -όν, [[σκυθρωπός]], [[οικτρός]], [[ελεεινός]], σε Ησίοδ.· επίρρ., <i>ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν</i>, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται</i>, ταξιδεύει [[ιδία]] [[δαπάνη]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισμῠγερός Medium diacritics: ἐπισμυγερός Low diacritics: επισμυγερός Capitals: ΕΠΙΣΜΥΓΕΡΟΣ
Transliteration A: epismygerós Transliteration B: epismygeros Transliteration C: epismygeros Beta Code: e)pismugero/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A gloomy, sad, Ἀχλύς Hes.Sc.264; αἶσα A.R. 4.1065.—Hom. has only the Adv. -ρῶς, ἀπέτεισεν sadly did he pay for it, Od.3.195; ἐ. ναυτίλλεται at his peril, to his misfortune doth he sail, 4.672, cf.A.R.1.616.

German (Pape)

[Seite 980] schmählich, schrecklich, jämmerlich, ἀχλύς Hes. Sc. 264; αἶσα Ap. Rh. 4, 1065. – Adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, schmählich büßte er, Od. 3, 194; ναυτίλλεται 4, 672; öfter bei Ap. Rh.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, οἰκτρός, ἐλεεινός, πὰρ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει, ἐπισμυγερὴ καὶ αἰνὴ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 264· αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1065. ― Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,. οἰκτρῶς, ὀδυνηρῶς ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Γ. 195· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἐαυτοῦ, ἐπιπόνως» (Σχολιαστ.), «ἀθλίως, χαλεπῶς… παρέλκει δὲ ἡ ἐπὶ» (ὁ αὐτ.). Δ. 672.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
lamentable.
Étymologie: ἐπί, σμυγερός.

Greek Monolingual

ἐπισμυγερός, -ά, -όν (Α)
οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ.
β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»].

Greek Monotonic

ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, σκυθρωπός, οικτρός, ελεεινός, σε Ησίοδ.· επίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, ταξιδεύει ιδία δαπάνη, στο ίδ.