ἐπίχριστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source
(14)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίχριστος]], -ον) [[επιχρίω]]<br />αυτός του οποίου η [[επιφάνεια]] έχει επιχρισθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[επίχριση]], [[αλοιφή]] («ἐπίχριστα φάρμακα»)<br /><b>2.</b> [[βαμμένος]], σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον [[ἄνθος]] ἑταίρας» β. «[[ἐπίχριστος]] [[εὐμορφία]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίχριστα</i><br />οι αλοιφές.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπίχριστος]], -ον) [[επιχρίω]]<br />αυτός του οποίου η [[επιφάνεια]] έχει επιχρισθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[επίχριση]], [[αλοιφή]] («ἐπίχριστα φάρμακα»)<br /><b>2.</b> [[βαμμένος]], σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον [[ἄνθος]] ἑταίρας» β. «[[ἐπίχριστος]] [[εὐμορφία]]»)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐπίχριστα</i><br />οι αλοιφές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίχριστος:''' -ον, πασαλειμμένος· μεταφ., [[κίβδηλος]], [[νόθος]], [[πλαστός]], Λατ. [[fucatus]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχριστος Medium diacritics: ἐπίχριστος Low diacritics: επίχριστος Capitals: ΕΠΙΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: epíchristos Transliteration B: epichristos Transliteration C: epichristos Beta Code: e)pi/xristos

English (LSJ)

ον,

   A smeared on, φύκη Luc.Am.41 ; φάρμακα Str. 11.8.7, cf. Porph.Abst.1.27.    2 rouged, painted, ἑταίρας ἄνθος Max.Tyr.37.4 : metaph., Id.31.6 ; εὐμορφία Luc.Tim.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχριστος: -ον, ἐπικεχρισμένος, ἐπαληλιμμένος, τὰς ἀναισχύντους παρειὰς ἐρυθραίνουσιν ἐπιχρίστοις φύκεσιν Λουκ. Ἔρωτ. 41· φάρμακα Στράβ. 513· τὰ ἐπ., ἀλοιφαί, Πλούτ. 2. 102 Α: - μεταφ., ψευδής, οὐχὶ γνήσιος καὶ πραγματικός, Λατ. fucatus, οὐ γὰρ δὴ καὶ τότε ἀγνοεῖν εἰκὸς αὐτούς, ὡς ἐπίχριστοςεὐμορφία ἐτὶν Λουκ. Τίμ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 enduit ; particul. fardé;
2 propre à enduire ; τὰ ἐπίχριστα (φάρμακα) PLUT fards ou onguents.
Étymologie: ἐπιχρίω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίχριστος, -ον) επιχρίω
αυτός του οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί
αρχ.
1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα»)
2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίχριστα
οι αλοιφές.

Greek Monotonic

ἐπίχριστος: -ον, πασαλειμμένος· μεταφ., κίβδηλος, νόθος, πλαστός, Λατ. fucatus, σε Λουκ.