έτης: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(14) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔτης]], ὁ (Α)<br />I. <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ [[ἔται]]<br /><b>1.</b> οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα [[μέλη]] [[μεγάλης]] οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> συνέστιοι φίλοι ([[αλλά]] συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν [[συγγένεια]]) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γείτονες ἠδὲ [[ἔται]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔτας]]<br />τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»<br /><b>4.</b> οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῑς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />II. (σπαν. στον εν.) <i>ὁ [[ἔτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει κάποια [[δημόσια]] [[αρχή]], ο [[ιδιώτης]] («[[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ' [[ἔτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[φίλος]] («[[ἔτης]] Ἡρακλῆος», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>swe</i>-<i>t</i>-<i>ā</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>- ( | |mltxt=[[ἔτης]], ὁ (Α)<br />I. <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ [[ἔται]]<br /><b>1.</b> οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα [[μέλη]] [[μεγάλης]] οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> συνέστιοι φίλοι ([[αλλά]] συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν [[συγγένεια]]) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε [[ἔται]] τε», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «γείτονες ἠδὲ [[ἔται]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔτας]]<br />τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»<br /><b>4.</b> οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῑς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />II. (σπαν. στον εν.) <i>ὁ [[ἔτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει κάποια [[δημόσια]] [[αρχή]], ο [[ιδιώτης]] («[[οὔτε]] [[δῆμος]] οὔτ' [[ἔτης]] [[ἀνήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[φίλος]] («[[ἔτης]] Ἡρακλῆος», <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>swe</i>-<i>t</i>-<i>ā</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ [[ρίζα]] <i>swe</i>- (πρβλ. <i>ἕ</i>) παρεκτεταμένη με -<i>t</i>. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας [[ψίλωση]] και [[δίγαμμα]]. To <i>Fέτᾱς</i> συνδέεται με αρχ. ρωσ. <i>svatŭ</i> (IE <i>sw</i><i>ō</i><i>tos</i>) «[[κουνιάδος]]», λιθ. <i>svẽčias</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>swetjos</i>) «φιλοξενούμενος» (<b>βλ.</b> και λ. [[εταίρος]]). Η λ. [[έτης]] στον Όμηρο σήμαινε «[[οικείος]], [[μακρινός]] [[συγγενής]]», [[αλλά]] αργότερα πήρε τη σημ. «[[πολίτης]], [[δημότης]]» (<b>Πίνδ.</b> <b>Θουκ.</b>) και «[[ιδιώτης]]» (τραγικοί)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἔτης, ὁ (Α)
I. στον πληθ. oἱ ἔται
1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε», Ομ. Ιλ.
β. «γείτονες ἠδὲ ἔται», Ομ. Οδ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἔτας
τοὺς κατ' ἐπιγαμίαν οἰκείους»
4. οι κάτοικοι μιας πόλης, οι πολίτες, οι δημότες («τοῑς δὲ ἔταις κατὰ πάτρια δικάζεσθαι», Θουκ.)
II. (σπαν. στον εν.) ὁ ἔτης
1. αυτός που δεν κατέχει κάποια δημόσια αρχή, ο ιδιώτης («οὔτε δῆμος οὔτ' ἔτης ἀνήρ», Αισχύλ.)
2. ο φίλος («ἔτης Ἡρακλῆος», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < swe-t-ā < ΙΕ ρίζα swe- (πρβλ. ἕ) παρεκτεταμένη με -t. Στα ομηρικά έπη η λ. απαντά αποκλειστικά στον πληθ., εμφανίζοντας ψίλωση και δίγαμμα. To Fέτᾱς συνδέεται με αρχ. ρωσ. svatŭ (IE swōtos) «κουνιάδος», λιθ. svẽčias (< ΙΕ swetjos) «φιλοξενούμενος» (βλ. και λ. εταίρος). Η λ. έτης στον Όμηρο σήμαινε «οικείος, μακρινός συγγενής», αλλά αργότερα πήρε τη σημ. «πολίτης, δημότης» (Πίνδ. Θουκ.) και «ιδιώτης» (τραγικοί)].