εὐδοξία: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[εὐδοξία]]) [[εύδοξος]]<br /><b>1.</b> καλή [[φήμη]], [[δόξα]], [[υπόληψη]] («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρετή]], [[υπεροχή]] («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιδοκιμασία]], [[αποδοχή]]<br /><b>4.</b> ορθή [[γνώμη]], [[κρίση]].
|mltxt=η (Α [[εὐδοξία]]) [[εύδοξος]]<br /><b>1.</b> καλή [[φήμη]], [[δόξα]], [[υπόληψη]] («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αρετή]], [[υπεροχή]] («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιδοκιμασία]], [[αποδοχή]]<br /><b>4.</b> ορθή [[γνώμη]], [[κρίση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐδοξία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[καλή]] [[φήμη]], [[δόξα]], [[τιμή]], [[μεγαλείο]], σε Σιμων., σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιδοκιμασία]], <i>τοῦ πλήθους</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλή]] [[κρίση]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδοξία Medium diacritics: εὐδοξία Low diacritics: ευδοξία Capitals: ΕΥΔΟΞΙΑ
Transliteration A: eudoxía Transliteration B: eudoxia Transliteration C: evdoksia Beta Code: eu)doci/a

English (LSJ)

ἡ,

   A good repute, honour, Simon.4.6, Pi.P.5.8, E.Tr.643, Isoc.11.29, etc., cf. Arist.Rh.1361a25; virtue, excellence, Pi.N.3.40: in pl., D. 18.322.    2 approval, μετ' εὐδοξίας πλήθους ἀριστοκρατία Pl.Mx. 238d.    II good judgement, opp. ἐπιστήμη, Id.Men.99b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδοξία: ἡ, καλὴ φήμη, τιμή, δόξα, Σιμωνίδης 5, Πινδ. ΙΙ. 5. 9, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 8· ἀρετή, τὸ ἔξοχον, Πινδ. Ν. 3. 70· ἐν τῷ πληθ., Δημ. 332. 6. 2) ἐπιδοκιμασία, τοῦ πλήθους Πλάτ. Μενέξ. 238D. ΙΙ. καλὴ κρίσις, ἀντίθετον τῷ ἐπιστήμη, ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 99Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonne réputation, célébrité, gloire;
2 bonne opinion, opinion favorable, confiance.
Étymologie: εὔδοξος.

English (Slater)

εὐδοξία
   1 glory σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι (P. 5.8) συγγενεῖ δέ τις εὐδοξίᾳ μέγα βρίθει (N. 3.40) εὐδοξίας δ' ἐπίχειρα δε[ (Pae. 14.31)

Greek Monolingual

η (Α εὐδοξία) εύδοξος
1. καλή φήμη, δόξα, υπόληψη («τῆς εὐδοξίας λαχοῡσα», Ευρ.)
2. αρετή, υπεροχή («τὰς εὐδοξίας τὰς τῆς πατρίδος θεραπεύειν», Δημοσθ.)
3. επιδοκιμασία, αποδοχή
4. ορθή γνώμη, κρίση.

Greek Monotonic

εὐδοξία: ἡ,
1. καλή φήμη, δόξα, τιμή, μεγαλείο, σε Σιμων., σε Δημ.
2. επιδοκιμασία, τοῦ πλήθους, σε Πλάτ.
II. καλή κρίση, στον ίδ.