εὐπαράκλητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
(15)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπαράκλητος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με [[λόγια]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατατίθεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παρα</i>-<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρακαλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>παράκ</i>-<i>λητος</i>, <i>δυσ</i>-[[παρά]]-<i>κλητος</i>)].
|mltxt=[[εὐπαράκλητος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με [[λόγια]]<br /><b>2.</b> αυτός που συγκατατίθεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός που πείθει εύκολα, ο [[πειστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παρα</i>-<i>κλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρακαλώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>παράκ</i>-<i>λητος</i>, <i>δυσ</i>-[[παρά]]-<i>κλητος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐπαράκλητος:''' легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.).
}}
}}

Revision as of 21:21, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαράκλητος Medium diacritics: εὐπαράκλητος Low diacritics: ευπαράκλητος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: euparáklētos Transliteration B: euparaklētos Transliteration C: efparaklitos Beta Code: eu)para/klhtos

English (LSJ)

ον,

   A easily influenced, πρός τι Pl.Ep.328a, cf. Aristaenet. 2.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράκλητος: -ον, εὐκόλως διὰ παρακλήσεων ἐξιλεούμενος, Πλάτ. Ἐπιστ. 328Α. ΙΙ. εὐκόλως καταπείθων, καταπειστικός, τρόπος Ἀρισταίν. 2. 1.

Greek Monolingual

εὐπαράκλητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια
2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα
3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρα-κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α-παράκ-λητος, δυσ-παρά-κλητος)].

Russian (Dvoretsky)

εὐπαράκλητος: легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.).