εὔπυργος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπυργος]] και ἐύπυργος και ἠύπυργος, -ον (Α)<br />(για [[πόλη]]) με ωραίους, δυνατούς πύργους, με καλή [[οχύρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πύργος]].
|mltxt=[[εὔπυργος]] και ἐύπυργος και ἠύπυργος, -ον (Α)<br />(για [[πόλη]]) με ωραίους, δυνατούς πύργους, με καλή [[οχύρωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πύργος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπυργος:''' -ον, αυτός που έχει καλούς πύργους, λέγεται για προστατευμένες με οχυρώσεις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 19:38, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπυργος Medium diacritics: εὔπυργος Low diacritics: εύπυργος Capitals: ΕΥΠΥΡΓΟΣ
Transliteration A: eúpyrgos Transliteration B: eupyrgos Transliteration C: eypyrgos Beta Code: eu)/purgos

English (LSJ)

ον,

   A well-towered, of fortified towns, Τροίην εὔ. 11.7.71, cf. Hes.Sc.270, B.5.184, AP9.62 (Even.): poet. ἠΰπυργος prob. in Pi. N.4.12.

German (Pape)

[Seite 1092] mit schönen Thürmen, wohlumthürmt, d. i. gut befestigt, Τροίη Il. 7, 71; πόλις Hes. Sc. 270; Αἰακιδᾶν ἕδος ἠΰπ. Pind. N. 4, 12; sp. D., τείχη Euen. 14 (IX, 62).

Greek (Liddell-Scott)

εὔπυργος: -ον, ἔχων καλοὺς πύργους, ἐπὶ τετειχισμένων πόλεων, Τροίην εὔπυργον Ἰλ. Η. 71, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270· ποιητ. ὡσαύτως ἠΰπυργος Πινδ. Ν. 4. 19, Βακχυλ. 5. 184 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles ou fortes tours.
Étymologie: εὖ, πύργος.

English (Autenrieth)

well towered or walled, Il. 7.71†.

Greek Monolingual

εὔπυργος και ἐύπυργος και ἠύπυργος, -ον (Α)
(για πόλη) με ωραίους, δυνατούς πύργους, με καλή οχύρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πύργος.

Greek Monotonic

εὔπυργος: -ον, αυτός που έχει καλούς πύργους, λέγεται για προστατευμένες με οχυρώσεις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.