ἐφαπτίς: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
(15) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐφαπτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[εφάπτομαι]]<br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], [[χλαίνη]], [[μανδύας]], [[πανωφόρι]] («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μανδύας]] της απεικόνισης του αστερισμού του Τοξότη<br /><b>3.</b> εβραϊκό ιερατικό [[ένδυμα]]<br /><b>4.</b> γυναικείο [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> [[επωμίδα]]. | |mltxt=[[ἐφαπτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[εφάπτομαι]]<br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] [[επενδύτης]], [[χλαίνη]], [[μανδύας]], [[πανωφόρι]] («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μανδύας]] της απεικόνισης του αστερισμού του Τοξότη<br /><b>3.</b> εβραϊκό ιερατικό [[ένδυμα]]<br /><b>4.</b> γυναικείο [[ένδυμα]]<br /><b>5.</b> [[επωμίδα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐφαπτίς:''' ίδος ἡ эфаптида (род солдатского плаща, лат. [[sagum]]) Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A soldier's upper garment, PMagd.13.6 (iii B. C.), Plb.30.25.10, Callix.2, Anon. ap. Suid.: Astron., the cloak of the figure Sagittarius, Ptol.Tetr.25 (pl.), Heph.Astr.1.3 (pl.). 2 ephod, J.AJ3.7.7. II woman's garment, Str.7.2.3.
German (Pape)
[Seite 1112] ίδος, ἡ, ein Oberkleid für die Männer im Kriege, sagum, Pol. bei Ath. V, 194 f, vgl. 196 f; bei Strab. VII, 294 auch von Frauenkleidern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφαπτίς: -ίδος, ἡ, τὸ ἐπανωφόριον στρατιώτου, ὁ μανδύας, Λατ. sagum, Πολυβ. παρ’ Ἀθην. 194 F, Καλλίξ. αὐτόθι 196, Ἀνωνύμ. παρὰ Σουΐδ. ΙΙ. γυναικεῖον ἔνδυμα, Στράβ. 294· πρβλ. ἔφαμμα.
Greek Monolingual
ἐφαπτίς, -ίδος, ἡ (Α) εφάπτομαι
1. στρατιωτικός επενδύτης, χλαίνη, μανδύας, πανωφόρι («πάντες οἱ προειρημένοι εἶχον πορφυρᾱς ἐφαπτίδας, πολλοὶ δὲ διαχρύσους», Πολ.)
2. μανδύας της απεικόνισης του αστερισμού του Τοξότη
3. εβραϊκό ιερατικό ένδυμα
4. γυναικείο ένδυμα
5. επωμίδα.
Russian (Dvoretsky)
ἐφαπτίς: ίδος ἡ эфаптида (род солдатского плаща, лат. sagum) Polyb.