ζηλήμων: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζηλήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φθονερός]], [[ζηλότυπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ζήλο, θερμό [[ενδιαφέρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζήλος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιδ</i>-[[ήμων]], <i>ελε</i>-[[ήμων]])].
|mltxt=[[ζηλήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φθονερός]], [[ζηλότυπος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει ζήλο, θερμό [[ενδιαφέρον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζήλος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ημών</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αιδ</i>-[[ήμων]], <i>ελε</i>-[[ήμων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζηλήμων:''' -ον ([[ζηλέω]]), γεν. <i>-ονος</i>, ζηλιάρης, [[ζηλότυπος]], [[ζηλόφθονος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλήμων Medium diacritics: ζηλήμων Low diacritics: ζηλήμων Capitals: ΖΗΛΗΜΩΝ
Transliteration A: zēlḗmōn Transliteration B: zēlēmōn Transliteration C: zilimon Beta Code: zhlh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ζηλέω)

   A jealous, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Od.5.118; and late Ep., as Call.Dian.30, Opp.C.3.191, Musae.36, 37; μῆνις AP3.7 (Inscr. Cyzic.).

German (Pape)

[Seite 1138] ον, neidisch, von den Göttern, Od. 5, 118; eifersüchtig, bei sp. D., wie Mus. 36; Opp. C. 3, 191, τινός; vgl. Callim. Dian. 30. Auch Dionysus heißt Anth. IX, 524, 7 so. Vgl. ζηλαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλήμων: -ον, γεν. -ονος (ζηλέω) ζηλότυπος, σχέτλιοί ἐστε, θεοί, ζηλήμονες ἔξοχον ἄλλων Ὀδ. Ε. 118˙ καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπ., ὡς Καλλ. εἰς Ἄρτ. 30, Ὀππ. Κ. 3. 191, Μουσαῖ. 36, 37, Ἀνθ. Π. 3. 7˙ πρβλ. δύσζηλος.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
envieux, jaloux de, gén..
Étymologie: ζῆλος.

English (Autenrieth)

(ζῆλος): jealous, grudging, Od. 5.118†.

Greek Monolingual

ζηλήμων, -ον (Α)
1. φθονερός, ζηλότυπος
2. αυτός που έχει ζήλο, θερμό ενδιαφέρον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + κατάλ. -ημών (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].

Greek Monotonic

ζηλήμων: -ον (ζηλέω), γεν. -ονος, ζηλιάρης, ζηλότυπος, ζηλόφθονος, σε Ομήρ. Οδ.