ζωνάρι: Difference between revisions

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ζουνάρι]], το (AM [[ζωνάριον]], Μ και ζωνάριν)<br /><b>1.</b> [[ζώνη]], πλατιά [[λωρίδα]] [[συνήθως]] από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η [[μέση]] και [[έτσι]] συγκρατείται το [[κάτω]] από τη [[μέση]] [[ρούχο]], απαραίτητο [[άλλοτε]] [[εξάρτημα]] τόσο της ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωστήρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έχει κρεμάσει» ή έχει λύσει το [[ζωνάρι]] του για καβγά» — έχει εριστική [[διάθεση]] [[είναι]] [[έτοιμος]] για καυγά<br />β) «[[ζωνάρι]] της καλογριάς» — ο Γαλαξίας<br />γ) «[[ζωνάρι]] της Παναγίας ή της κυράς ή τ' ουρανού» — το [[ουράνιο]] [[τόξο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρι</i>(<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>συναξ</i>-<i>άρι</i>(<i>ον</i>), τροπάρι(ον)].
|mltxt=και [[ζουνάρι]], το (AM [[ζωνάριον]], Μ και ζωνάριν)<br /><b>1.</b> [[ζώνη]], πλατιά [[λωρίδα]] [[συνήθως]] από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η [[μέση]] και [[έτσι]] συγκρατείται το [[κάτω]] από τη [[μέση]] [[ρούχο]], απαραίτητο [[άλλοτε]] [[εξάρτημα]] τόσο της ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ζωστήρας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «έχει κρεμάσει» ή έχει λύσει το [[ζωνάρι]] του για καβγά» — έχει εριστική [[διάθεση]] [[είναι]] [[έτοιμος]] για καυγά<br />β) «[[ζωνάρι]] της καλογριάς» — ο Γαλαξίας<br />γ) «[[ζωνάρι]] της Παναγίας ή της κυράς ή τ' ουρανού» — το [[ουράνιο]] [[τόξο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αρι</i>(<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>συναξ</i>-<i>άρι</i>(<i>ον</i>), τροπάρι(ον)].
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

και ζουνάρι, το (AM ζωνάριον, Μ και ζωνάριν)
1. ζώνη, πλατιά λωρίδα συνήθως από ύφασμα, με την οποία περιζώνεται η μέση και έτσι συγκρατείται το κάτω από τη μέση ρούχο, απαραίτητο άλλοτε εξάρτημα τόσο της ανδρικής όσο και γυναικείας ενδυμασίας
νεοελλ.
1. ζωστήρας
2. φρ. α) «έχει κρεμάσει» ή έχει λύσει το ζωνάρι του για καβγά» — έχει εριστική διάθεση είναι έτοιμος για καυγά
β) «ζωνάρι της καλογριάς» — ο Γαλαξίας
γ) «ζωνάρι της Παναγίας ή της κυράς ή τ' ουρανού» — το ουράνιο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + κατάλ. -αρι(ον), πρβλ. συναξ-άρι(ον), τροπάρι(ον)].