Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηλίκος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡλίκος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> τόσο [[μεγάλος]] [[κατά]] την [[ηλικία]]... όσο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο [[μεγάλος]] («ὁρῶν [[ἡλίκος]] ἐστί Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> πόσο [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἡλίκοι</i><br />αυτοί που [[είναι]] διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[δακτυλικός]] [[νόμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -(<i>ᾱ</i>)<i>λικ</i>- όπως στα αρχ. σλαβ. <i>jelikŭ</i> «όσος», <i>tolikŭ</i> «[[τόσος]]» <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από την [[ετυμολογία]] του [[ήλιξ]]. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό [[τηλίκος]] και το ερωτηματικό [[πηλίκος]].
|mltxt=[[ἡλίκος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> τόσο [[μεγάλος]] [[κατά]] την [[ηλικία]]... όσο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο [[μεγάλος]] («ὁρῶν [[ἡλίκος]] ἐστί Φίλιππος», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> πόσο [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>ἡλίκοι</i><br />αυτοί που [[είναι]] διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -<i>αλ</i>(<i>ι</i>)- ([[πρβλ]]. λατ. <i>talis</i>, <i>qualis</i> «[[τόσος]], όσος») <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> με αναβιβασμό του τόνου ([[δακτυλικός]] [[νόμος]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ᾱ</i>- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ <span style="color: red;">+</span> καταληκτικό [[στοιχείο]] -(<i>ᾱ</i>)<i>λικ</i>- όπως στα αρχ. σλαβ. <i>jelikŭ</i> «όσος», <i>tolikŭ</i> «[[τόσος]]» <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ος</i>. Η [[άποψη]] αυτή ενισχύεται και από την [[ετυμολογία]] του [[ήλιξ]]. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό [[τηλίκος]] και το ερωτηματικό [[πηλίκος]].
}}
}}

Revision as of 09:22, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡλίκος, -η, -ον (Α)
1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο
αρχ.
1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.)
2. πόσο μικρός
3. στον πληθ. ἡλίκοι
αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. - της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -αλ(ι)- (πρβλ. λατ. talis, qualis «τόσος, όσος») + κατάλ. -ικός με αναβιβασμό του τόνου (δακτυλικός νόμος). Κατ' άλλη άποψη < θ. - της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ + καταληκτικό στοιχείο -()λικ- όπως στα αρχ. σλαβ. jelikŭ «όσος», tolikŭ «τόσος» + καταλ. -ος. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ετυμολογία του ήλιξ. Αντίστοιχοι τ. το δεικτικό τηλίκος και το ερωτηματικό πηλίκος.