ἡμιπέλεκκον: Difference between revisions
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιπέλεκκον]], τὸ (Α)<br />[[μισός]] [[πέλεκυς]], [[μονόστομος]], με μια μόνο [[κόψη]] (σε αντίθ. [[προς]] τον συνηθισμένο δίστομο [[πέλεκυ]]) («ἐτίθει [[δέκα]] πελέκεας, [[δέκα]] δ' ἡμιπέλεκκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέλεκκον]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-[[πέλεκκον]]. | |mltxt=[[ἡμιπέλεκκον]], τὸ (Α)<br />[[μισός]] [[πέλεκυς]], [[μονόστομος]], με μια μόνο [[κόψη]] (σε αντίθ. [[προς]] τον συνηθισμένο δίστομο [[πέλεκυ]]) («ἐτίθει [[δέκα]] πελέκεας, [[δέκα]] δ' ἡμιπέλεκκα», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πέλεκκον]] <span style="color: red;"><</span> [[πέλεκυς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-[[πέλεκκον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμιπέλεκκον:''' (διπλό <i>κ</i>, [[χάριν]] του μέτρου), τό ([[πέλεκυς]]), μισό [[τσεκούρι]], [[μισός]] [[πέλεκυς]], δηλ. το [[τσεκούρι]] που έχει [[μία]] [[κόψη]], ο [[μονόστομος]] [[πέλεκυς]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
τό,
A half-axe, i.e. one-edged axe (the πέλεκυς being double-edged), Il.23.851,858,883.
German (Pape)
[Seite 1169] τό (πέλεκυς), Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat, Il. 23, 851. 858. 883.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπέλεκκον: (κ διπλοῦν χάριν τοῦ μέτρου), τό, ἥμισυς πέλεκυς, μονόστομος, ἐπειδή ο κυρίως πέλεκυς ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hache à un seul tranchant.
Étymologie: ἡμι-, πέλεκυς.
English (Autenrieth)
(πέλεκυς): half-axe, one-edged axe. (Il.)
Greek Monolingual
ἡμιπέλεκκον, τὸ (Α)
μισός πέλεκυς, μονόστομος, με μια μόνο κόψη (σε αντίθ. προς τον συνηθισμένο δίστομο πέλεκυ) («ἐτίθει δέκα πελέκεας, δέκα δ' ἡμιπέλεκκα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πέλεκκον < πέλεκυς (πρβλ. αμφι-πέλεκκον.
Greek Monotonic
ἡμιπέλεκκον: (διπλό κ, χάριν του μέτρου), τό (πέλεκυς), μισό τσεκούρι, μισός πέλεκυς, δηλ. το τσεκούρι που έχει μία κόψη, ο μονόστομος πέλεκυς, σε Ομήρ. Ιλ.