ἤγανον: Difference between revisions
From LSJ
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
(16) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἤγανον]], τὸ (Α)<br />ιων. τ. [[αντί]] [[τήγανον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη [[κατάτμηση]] του τ. [[τήγανον]] «[[τηγάνι]]» (<i>τ</i>' [[ήγανον]])<br />θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό <i>τ</i>- ως [[άρθρο]] (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός [[είναι]] [[προϊόν]] γλωσσικής μεταβολής ή [[απλώς]] εσφαλμένη [[γραφή]] του ορθού τ. [[τήγανον]]. | |mltxt=[[ἤγανον]], τὸ (Α)<br />ιων. τ. [[αντί]] [[τήγανον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη [[κατάτμηση]] του τ. [[τήγανον]] «[[τηγάνι]]» (<i>τ</i>' [[ήγανον]])<br />θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό <i>τ</i>- ως [[άρθρο]] (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός [[είναι]] [[προϊόν]] γλωσσικής μεταβολής ή [[απλώς]] εσφαλμένη [[γραφή]] του ορθού τ. [[τήγανον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἤγᾰνον:''' τό Anacr. = [[τάγηνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Ion. for τήγανον, Anacr.26.
German (Pape)
[Seite 1149] τό, ion. = τήγανον, Ath. VI, 229 b, mit einem Beispiele aus Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
ἤγᾰνον: τό, Ἰων. ἀντὶ τήγανον, Ἀνακρ. 25.
Greek Monolingual
ἤγανον, τὸ (Α)
ιων. τ. αντί τήγανον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση του τ. τήγανον «τηγάνι» (τ' ήγανον)
θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ- ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς εσφαλμένη γραφή του ορθού τ. τήγανον.
Russian (Dvoretsky)
ἤγᾰνον: τό Anacr. = τάγηνον.