θυείδιον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυείδιον]], τὸ (Α) [[θυείον]]<br />υποκορ. του [[θυεία]]. | |mltxt=[[θυείδιον]], τὸ (Α) [[θυείον]]<br />υποκορ. του [[θυεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θυείδιον:''' τό, υποκορ. του [[θυεία]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of θυεία, Ar.Pl.710; wrongly written θυΐδιον in cod. Rav., as in Damocr. ap. Gal.14.118.
German (Pape)
[Seite 1221] τό, dim. zum Vorigen, Ar. Plut. 710, wo cod. Rav. θυΐδιον hat, welche Form sich bei Galen. findet.
Greek (Liddell-Scott)
θυείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θυεία, Ἀριστοφ. Πλ 710, Δημόκρ. παρὰ Γαλην. 14. 118∙ - ὁ τύπος θυΐδιον ἐν τῷ Ραβ. Ἀντιγρ. τοῦ Ἀριστοφ. εἶναι ἐσφαλμένος.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de θυεία.
Greek Monolingual
θυείδιον, τὸ (Α) θυείον
υποκορ. του θυεία.
Greek Monotonic
θυείδιον: τό, υποκορ. του θυεία, σε Αριστοφ.