θρόνον: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(17) |
(1ab) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θρόνον]], τὸ (Α)<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ [[θρόνα]]<br />α) [[άνθη]] κεντημένα ή υφασμένα<br />β) [[άνθη]] ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί η [[σημασία]] «[[ποικιλόχρους]], [[πολύχρωμος]]». Απαντά πιθ. ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>θρονος</i>, ίσως όμως να πρόκειται και για το ουσ. [[θρόνος]], όπως λ.χ. στο επίθ. <i>ποικιλό</i>-<i>θρονος</i>, που χαρακτηρίζει την [[Αφροδίτη]] και μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως «με το πλουμισμένο με λουλούδια [[φόρεμα]]» [[είτε]] ως «με τον καλοδουλεμένο θρόνο»]. | |mltxt=[[θρόνον]], τὸ (Α)<br />(μόνο στον πληθ.) <i>τὰ [[θρόνα]]<br />α) [[άνθη]] κεντημένα ή υφασμένα<br />β) [[άνθη]] ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα [[πρέπει]] να θεωρηθεί η [[σημασία]] «[[ποικιλόχρους]], [[πολύχρωμος]]». Απαντά πιθ. ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>θρονος</i>, ίσως όμως να πρόκειται και για το ουσ. [[θρόνος]], όπως λ.χ. στο επίθ. <i>ποικιλό</i>-<i>θρονος</i>, που χαρακτηρίζει την [[Αφροδίτη]] και μπορεί να ερμηνευθεί [[είτε]] ως «με το πλουμισμένο με λουλούδια [[φόρεμα]]» [[είτε]] ως «με τον καλοδουλεμένο θρόνο»]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θρόνα]], τά, only in pl.]<br /><b class="num">I.</b> flowers [[embroidered]] on [[cloth]], patterns, Il.<br /><b class="num">II.</b> flowers or herbs used as drugs and charms, Theocr. [deriv. uncertain] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 9 January 2019
English (LSJ)
τό, only in pl. θρόνα,
A flowers embroidered on cloth, ἐν δὲ θρόνα ποικίλ' ἔπασσε Il.22.441, cf. Sch.Theoc.2.59, and v. τρόνα. II herbs used as drugs and charms, Theoc.2.59, Nic.Th.493,936, Lyc. 674, Aglaïas7; used in sacrificial offering, UPZ96.4 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
θρόνον: τό, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. θρόνα, ἄνθη κεντημένα ἐπὶ ὑφάσματος, ἐν δέ θρόνα ποικίλ’ ἔπασσε Ἰλ. Χ. 441· - ὁ Ἡσύχ. ἔχει: τρόνα· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα· πρβλ. ποικιλόθρονος. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. θρόνα ἐκαλοῦντο ἄνθη ἢ βοτάναι ἐν χρήσει ὡς φάρμακα καὶ φίλτρα, Θεόκρ. 2. 59, πρβλ. Νικ. Θηρ. 493, 936, Λυκόφρ. 674.
English (Autenrieth)
pl. θρόνα: flowers, in woven work, Il. 22.441†.
Greek Monolingual
θρόνον, τὸ (Α)
(μόνο στον πληθ.) τὰ θρόνα
α) άνθη κεντημένα ή υφασμένα
β) άνθη ή βότανα από τα οποία παρασκευάζονταν φάρμακα ή μαγικά φίλτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική θα πρέπει να θεωρηθεί η σημασία «ποικιλόχρους, πολύχρωμος». Απαντά πιθ. ως β' συνθετικό με τη μορφή -θρονος, ίσως όμως να πρόκειται και για το ουσ. θρόνος, όπως λ.χ. στο επίθ. ποικιλό-θρονος, που χαρακτηρίζει την Αφροδίτη και μπορεί να ερμηνευθεί είτε ως «με το πλουμισμένο με λουλούδια φόρεμα» είτε ως «με τον καλοδουλεμένο θρόνο»].
Middle Liddell
θρόνα, τά, only in pl.]
I. flowers embroidered on cloth, patterns, Il.
II. flowers or herbs used as drugs and charms, Theocr. [deriv. uncertain]