θυνέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυνέω]] (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον <b>Ησίοδ.</b>) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[θύνω]]]. | |mltxt=[[θυνέω]] (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον <b>Ησίοδ.</b>) [[ορμώ]], [[εφορμώ]], [[σπεύδω]] (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b><br />β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλλ. τ. του [[θύνω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θῡνέω:''' = [[θύνω]], μόνο στον παρατ., [[ορμώ]], [[σπεύδω]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
= θύνω, only impf.,
A dart along, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Hes Sc.[210]; ἐν δ' Ἔρι
German (Pape)
[Seite 1225] = θύνω, Hes. Se. 156. 209.
Greek (Liddell-Scott)
θῡνέω: θύνω, μόνον κατὰ παρατ., ὁρμῶ, σπεύδω, ἐπὶ τοῦ δελφῖνος, δελφῖνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 210· ἐπὶ τῆς Ἔριδος καὶ τοῦ Κυδοιμοῦ, αὐτόθι 156· περὶ τῶν Μοιρῶν, 257. ἐπὶ ἀνδρῶν ἱππευόντων, αὐτόθι 286.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. θύνω.
Greek Monolingual
θυνέω (Α) (μόν. στον παρατ. ἐθύνεον, στον Ησίοδ.) ορμώ, εφορμώ, σπεύδω (α. «δελφῑνες τῇ καὶ τῇ ἐθύνεον», Ησίοδ.
β. «ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του θύνω].