θυτεῖον: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=θυτεῑον, τὸ (Α)<br />ορισμένος [[τόπος]] όπου τελούνται θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. <i>θυτός</i> [μαρτυρείται μόνο τ. <i>ά</i>-<i>θυτος</i>]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστεροσκοπ</i>-<i>είον</i>, <i>ιερ</i>-<i>είον</i>)]. | |mltxt=θυτεῑον, τὸ (Α)<br />ορισμένος [[τόπος]] όπου τελούνται θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. <i>θυτός</i> [μαρτυρείται μόνο τ. <i>ά</i>-<i>θυτος</i>]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστεροσκοπ</i>-<i>είον</i>, <i>ιερ</i>-<i>είον</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θῠτεῖον:''' τό ([[θύω]] Α), [[τόπος]] θυσίας, [[μέρος]] για [[τέλεση]] θυσιών, σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, (θύω A)
A place for sacrificing, Aeschin.3.122.
German (Pape)
[Seite 1228] τό, der Opferplatz, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτελοῦντο θυσίαι, Αἰσχίν. 70, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
emplacement pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.
Greek Monolingual
θυτεῑον, τὸ (Α)
ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ- (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος]) + κατάλ. -είον (πρβλ. αστεροσκοπ-είον, ιερ-είον)].
Greek Monotonic
θῠτεῖον: τό (θύω Α), τόπος θυσίας, μέρος για τέλεση θυσιών, σε Αισχίν.