ιδιαίτερος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(17)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ [[ἰδιαίτερος]], -έρα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη [[κατοικία]]» β. «ιδιαίτερη [[πατρίδα]]» — ο [[τόπος]] γέννησης<br />γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ξεχωριστός]], ο [[εξαίρετος]] («ιδιαίτερες ικανότητες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προσεγμένος]], ο [[φροντισμένος]] («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)<br /><b>2.</b> ο μη [[κοινός]] με άλλους, ο [[χωριστός]] («ιδιαίτερο [[υπόμνημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιδιαίτερος]], <i>η ιδιαιτέρα</i><br />[[προσωπικός]] αποκλειστικά [[γραμματέας]] αξιωματούχου, [[συνήθως]] υπουργού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιδιαίτερα</i><br />προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιαιτέρως</i> και <i>ιδιαίτερα</i><br /><b>1.</b> [[χωριστά]] από τους άλλους, μεμονωμένα («[[θέλω]] να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)<br /><b>2.</b> εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκρ. βαθμού -<i>αιτερος</i> ([[αντί]] -<i>οτερος</i> / -<i>ωτερος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ησυχ</i>-<i>αίτερος</i>, <i>παλ</i>-<i>αίτερος</i>].
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ [[ἰδιαίτερος]], -έρα, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη [[κατοικία]]» β. «ιδιαίτερη [[πατρίδα]]» — ο [[τόπος]] γέννησης<br />γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ξεχωριστός]], ο [[εξαίρετος]] («ιδιαίτερες ικανότητες»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[προσεγμένος]], ο [[φροντισμένος]] («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)<br /><b>2.</b> ο μη [[κοινός]] με άλλους, ο [[χωριστός]] («ιδιαίτερο [[υπόμνημα]]»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[ιδιαίτερος]], <i>η ιδιαιτέρα</i><br />[[προσωπικός]] αποκλειστικά [[γραμματέας]] αξιωματούχου, [[συνήθως]] υπουργού<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιδιαίτερα</i><br />προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιαιτέρως</i> και <i>ιδιαίτερα</i><br /><b>1.</b> [[χωριστά]] από τους άλλους, μεμονωμένα («[[θέλω]] να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)<br /><b>2.</b> εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. συγκρ. βαθμού -<i>αιτερος</i> ([[αντί]] -<i>οτερος</i> / -<i>ωτερος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ησυχ</i>-<i>αίτερος</i>, <i>παλ</i>-<i>αίτερος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, -έρα, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» — ο τόπος γέννησης
γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», Αριστοτ.)
2. ο ξεχωριστός, ο εξαίρετος («ιδιαίτερες ικανότητες»)
νεοελλ.
1. ο προσεγμένος, ο φροντισμένος («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)
2. ο μη κοινός με άλλους, ο χωριστός («ιδιαίτερο υπόμνημα»)
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιδιαίτερος, η ιδιαιτέρα
προσωπικός αποκλειστικά γραμματέας αξιωματούχου, συνήθως υπουργού
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιαίτερα
προσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»).
επίρρ...
ιδιαιτέρως και ιδιαίτερα
1. χωριστά από τους άλλους, μεμονωμένα («θέλω να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)
2. εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. συγκρ. βαθμού -αιτερος (αντί -οτερος / -ωτερος), πρβλ. ησυχ-αίτερος, παλ-αίτερος].