ιδιωτεία: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἰδιωτεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ακραίος]] [[βαθμός]] διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης [[τέτοιος]] ώστε το [[άτομο]] που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδιωτικός]] [[βίος]]<br /><b>2.</b> [[αδεξιότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., [[φιλοπόνως]] ἑρμηνεύουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] ισχύος, [[αδυναμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια ( | |mltxt=η (Α [[ἰδιωτεία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> [[ακραίος]] [[βαθμός]] διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης [[τέτοιος]] ώστε το [[άτομο]] που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδιωτικός]] [[βίος]]<br /><b>2.</b> [[αδεξιότητα]], [[έλλειψη]] ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., [[φιλοπόνως]] ἑρμηνεύουσιν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] ισχύος, [[αδυναμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]]. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. [[είναι]] αντιδάνεια ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>idiotie</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>idiota</i> <span style="color: red;"><</span> [[ιδιώτης]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
η (Α ἰδιωτεία)
νεοελλ.
ιατρ. ακραίος βαθμός διανοητικής ανεπάρκειας ή καθυστέρησης τέτοιος ώστε το άτομο που τήν παρουσιάζει δεν μπορεί να μάθει να τρώει ή να ντύνεται, να συνομιλεί ή να ελέγχει τις απεκκρίσεις του
αρχ.
1. ιδιωτικός βίος
2. αδεξιότητα, έλλειψη ανατροφής («ὑπὸ δὲ ἰδιωτείας καὶ ἀπειροκαλίας καὶ ἀγνοίας... τὰ μικρότατα., φιλοπόνως ἑρμηνεύουσιν», Λουκιαν.)
3. έλλειψη ισχύος, αδυναμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιώτης. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. γαλλ. idiotie < λατ. idiota < ιδιώτης)].