ἱππογέρανοι: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππογέρανοι]], οί (Α)<br />ιππικό από γερανούς, [[δηλαδή]] ιππείς που ιππεύουν γερανούς [[αντί]] για ίππους. | |mltxt=[[ἱππογέρανοι]], οί (Α)<br />ιππικό από γερανούς, [[δηλαδή]] ιππείς που ιππεύουν γερανούς [[αντί]] για ίππους. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἱππογέρᾰνοι:''' οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
οἱ,
A crane-cavalry, Luc.VH1.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
cavaliers montés sur des grues.
Étymologie: ἵππος, γέρανος.
Greek Monolingual
ἱππογέρανοι, οί (Α)
ιππικό από γερανούς, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γερανούς αντί για ίππους.
Greek Monotonic
ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ.