ιππομανής: Difference between revisions

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
(18)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἱππομανής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππομανές</i><br />α) (στην Αρκαδία) [[είδος]] φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα<br />β) το [[φυτό]] [[κάππαρις]]<br />γ) μικρή μαύρη [[σαρκώδης]] [[ουσία]] που έχει ο [[νεογέννητος]] [[πώλος]] στο [[μέτωπο]] και που, αν τήν έπαιρναν [[πριν]] τή γλείψει η [[φοράδα]] που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό [[φίλτρο]] («[[ὅταν]] τέκῃ ἡ [[ἵππος]]... ἀπεσθίει τοῡ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῡ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῡτο αἱ φαρμακίδες ζητοῡσι καὶ συλλέγουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ. [[υγρό]] που ρέει από το γεννητικό [[μόριο]] της φοράδας [[κατά]] την ώρα της οχείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>οινο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ἱππομανής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππομανές</i><br />α) (στην Αρκαδία) [[είδος]] φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα<br />β) το [[φυτό]] [[κάππαρις]]<br />γ) μικρή μαύρη [[σαρκώδης]] [[ουσία]] που έχει ο [[νεογέννητος]] [[πώλος]] στο [[μέτωπο]] και που, αν τήν έπαιρναν [[πριν]] τή γλείψει η [[φοράδα]] που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό [[φίλτρο]] («[[ὅταν]] τέκῃ ἡ [[ἵππος]]... ἀπεσθίει τοῦ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῦ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῦτο αἱ φαρμακίδες ζητοῦσι καὶ συλλέγουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ. [[υγρό]] που ρέει από το γεννητικό [[μόριο]] της φοράδας [[κατά]] την ώρα της οχείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>, <i>οινο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:35, 15 February 2019

Greek Monolingual

-ές (Α ἱππομανής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους
αρχ.
1. αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππομανές
α) (στην Αρκαδία) είδος φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα
β) το φυτό κάππαρις
γ) μικρή μαύρη σαρκώδης ουσία που έχει ο νεογέννητος πώλος στο μέτωπο και που, αν τήν έπαιρναν πριν τή γλείψει η φοράδα που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό φίλτροὅταν τέκῃ ἡ ἵππος... ἀπεσθίει τοῦ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῦ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῑται ἱππομανές·... τοῦτο αἱ φαρμακίδες ζητοῦσι καὶ συλλέγουσιν», Αριστοτ.)
δ. υγρό που ρέει από το γεννητικό μόριο της φοράδας κατά την ώρα της οχείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής, οινο-μανής].