ισθμός: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(18) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἰσθμός]], ὁ και σε <b>επιγρ.</b> και ή)<br /><b>1.</b> στενή [[λωρίδα]] γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο στεριές («ο [[ισθμός]] της Παλλήνης»)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ο Ισθμός</i><br />ο Ισθμός της Κορίνθου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλότητα]] του σώματος που ενώνει δύο ευρύτερες κοιλότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στενή [[διάβαση]], «[[λαιμός]]»<br /><b>2.</b> [[φάρυγγας]], [[λαιμός]]<br /><b>3.</b> στενή [[κορυφογραμμή]] στον Καύκασο [[μεταξύ]] Κασπίας και Ευξείνου<br /><b>4.</b> (για [[θάλασσα]]) [[διώρυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέθηκε με το [[εἶμι]] «[[πηγαίνω]]» και σχηματίστηκε με [[επίθημα]] -<i>θμο</i>-, το οποίο απαντά στον παράλληλο τ. <i>Ἰ</i>-<i>θμός</i> (σε δελφική [[επιγραφή]]) και στα <i>ἴ</i>-<i>θμα</i>, <i>εἰσ</i>-<i>ί</i>-<i>θμη</i>. Το -<i>σ</i>- όμως της λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ η [[αναγωγή]] σε ΙΕ τ. <i>idh</i>-<i>dhmo</i>- [[είναι]] αβέβαιη. Τέλος, από σημασιολογικής πλευράς η λ. [[ἰσθμός]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>eid</i> «ἱσθμός» <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>oi</i>-<i>dho</i>- (ή <i>oi</i>-<i>to</i>)]. | |mltxt=ο (Α [[ἰσθμός]], ὁ και σε <b>επιγρ.</b> και ή)<br /><b>1.</b> στενή [[λωρίδα]] γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο στεριές («ο [[ισθμός]] της Παλλήνης»)<br /><b>2.</b> <b>ως κύρ. όν.</b> <i>ο Ισθμός</i><br />ο Ισθμός της Κορίνθου<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοιλότητα]] του σώματος που ενώνει δύο ευρύτερες κοιλότητες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στενή [[διάβαση]], «[[λαιμός]]»<br /><b>2.</b> [[φάρυγγας]], [[λαιμός]]<br /><b>3.</b> στενή [[κορυφογραμμή]] στον Καύκασο [[μεταξύ]] Κασπίας και Ευξείνου<br /><b>4.</b> (για [[θάλασσα]]) [[διώρυγα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέθηκε με το [[εἶμι]] «[[πηγαίνω]]» και σχηματίστηκε με [[επίθημα]] -<i>θμο</i>-, το οποίο απαντά στον παράλληλο τ. <i>Ἰ</i>-<i>θμός</i> (σε δελφική [[επιγραφή]]) και στα <i>ἴ</i>-<i>θμα</i>, <i>εἰσ</i>-<i>ί</i>-<i>θμη</i>. Το -<i>σ</i>- όμως της λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ η [[αναγωγή]] σε ΙΕ τ. <i>idh</i>-<i>dhmo</i>- [[είναι]] αβέβαιη. Τέλος, από σημασιολογικής πλευράς η λ. [[ἰσθμός]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>eid</i> «ἱσθμός» <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>oi</i>-<i>dho</i>- (ή <i>oi</i>-<i>to</i>)]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[isthmus]]=== | |||
Albanian: rrypinë; Arabic: بَرْزَخ; Armenian: պարանոց; Asturian: ismu; Azerbaijani: berzah, boyun; Basque: istmo; Belarusian: перашыек, пярэсмык; Bulgarian: провлак; Catalan: istme; Chinese Mandarin: 地峽/地峡; Crimean Tatar: boyun; Czech: převlaka, šíje; Danish: landtange; Dutch: [[landengte]], [[istmus]]; Esperanto: terkolo; Estonian: maakitsus; Faroese: eiði, eið; Finnish: kannas; French: [[isthme]]; Galician: istmo; Georgian: ყელი; German: [[Isthmus]], [[Landenge]], [[Landbrücke]]; Greek: [[ισθμός]]; Ancient Greek: [[ἰσθμός]], [[ἴσθμιον]]; Guaraní: yvyjyva; Hawaiian: pūʻali; Hebrew: מיצר \ מֵצַר; Hindi: स्थलडमरूमध्य, भूडमरुमध्य, योजक, भू-संधि, संयोग भूमि; Hungarian: földszoros, földhíd, földnyelv; Icelandic: eiði, grandi; Ido: istmo; Indonesian: daratan sempit, tanah genting; Irish: cuing; Italian: [[istmo]], [[braccio di terra]]; Japanese: 地峡, 峡部; Kazakh: мойнақ; Khmer: បួរដី; Korean: 지협(地峽), 협부(峽部); Kurdish Northern Kurdish: berzax; Kyrgyz: моюн; Lao: ຄໍ, ກີ່ວ; Latin: [[isthmus]]; Latvian: zemesšaurums, šaurums; Lithuanian: sąsmauka; Macedonian: провлак; Malay: segenting; Manx: quing hallooin; Maori: kūititanga; Mongolian Cyrillic: хүзүүвч; Northern Sami: muotki; Northern Sotho: molalanaga; Norwegian Bokmål: eid; Nynorsk: eid; Old Norse: eið; Ossetian: къубалӕг; Persian: برزخ; Polish: przesmyk, istm, istmus, międzymorze; Portuguese: [[istmo]]; Romanian: istm; Russian: [[перешеек]]; Serbo-Croatian Cyrillic: земљоуз; Roman: zemljouz; Slovak: úžina, šija; Slovene: ožina, zemeljska ožina; Spanish: [[istmo]]; Swedish: näs, ed; Old Swedish: ēþ; Tagalog: tangkay, dalahikan; Tajik: барзах, гардана; Tatar: муентык; Thai: คอคอด; Turkish: berzah, kıstak; Ukrainian: перешийок; Urdu: خاکنائے; Uyghur: بويۇن; Uzbek: boʻyin; Vietnamese: eo đất; Welsh: culdir; West Frisian: lâningte | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 5 February 2024
Greek Monolingual
ο (Α ἰσθμός, ὁ και σε επιγρ. και ή)
1. στενή λωρίδα γης που χωρίζει δύο θάλασσες και ενώνει δύο στεριές («ο ισθμός της Παλλήνης»)
2. ως κύρ. όν. ο Ισθμός
ο Ισθμός της Κορίνθου
νεοελλ.
κοιλότητα του σώματος που ενώνει δύο ευρύτερες κοιλότητες
αρχ.
1. στενή διάβαση, «λαιμός»
2. φάρυγγας, λαιμός
3. στενή κορυφογραμμή στον Καύκασο μεταξύ Κασπίας και Ευξείνου
4. (για θάλασσα) διώρυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέθηκε με το εἶμι «πηγαίνω» και σχηματίστηκε με επίθημα -θμο-, το οποίο απαντά στον παράλληλο τ. Ἰ-θμός (σε δελφική επιγραφή) και στα ἴ-θμα, εἰσ-ί-θμη. Το -σ- όμως της λ. παραμένει ανερμήνευτο, ενώ η αναγωγή σε ΙΕ τ. idh-dhmo- είναι αβέβαιη. Τέλος, από σημασιολογικής πλευράς η λ. ἰσθμός μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. eid «ἱσθμός» < ΙE oi-dho- (ή oi-to)].
Translations
isthmus
Albanian: rrypinë; Arabic: بَرْزَخ; Armenian: պարանոց; Asturian: ismu; Azerbaijani: berzah, boyun; Basque: istmo; Belarusian: перашыек, пярэсмык; Bulgarian: провлак; Catalan: istme; Chinese Mandarin: 地峽/地峡; Crimean Tatar: boyun; Czech: převlaka, šíje; Danish: landtange; Dutch: landengte, istmus; Esperanto: terkolo; Estonian: maakitsus; Faroese: eiði, eið; Finnish: kannas; French: isthme; Galician: istmo; Georgian: ყელი; German: Isthmus, Landenge, Landbrücke; Greek: ισθμός; Ancient Greek: ἰσθμός, ἴσθμιον; Guaraní: yvyjyva; Hawaiian: pūʻali; Hebrew: מיצר \ מֵצַר; Hindi: स्थलडमरूमध्य, भूडमरुमध्य, योजक, भू-संधि, संयोग भूमि; Hungarian: földszoros, földhíd, földnyelv; Icelandic: eiði, grandi; Ido: istmo; Indonesian: daratan sempit, tanah genting; Irish: cuing; Italian: istmo, braccio di terra; Japanese: 地峡, 峡部; Kazakh: мойнақ; Khmer: បួរដី; Korean: 지협(地峽), 협부(峽部); Kurdish Northern Kurdish: berzax; Kyrgyz: моюн; Lao: ຄໍ, ກີ່ວ; Latin: isthmus; Latvian: zemesšaurums, šaurums; Lithuanian: sąsmauka; Macedonian: провлак; Malay: segenting; Manx: quing hallooin; Maori: kūititanga; Mongolian Cyrillic: хүзүүвч; Northern Sami: muotki; Northern Sotho: molalanaga; Norwegian Bokmål: eid; Nynorsk: eid; Old Norse: eið; Ossetian: къубалӕг; Persian: برزخ; Polish: przesmyk, istm, istmus, międzymorze; Portuguese: istmo; Romanian: istm; Russian: перешеек; Serbo-Croatian Cyrillic: земљоуз; Roman: zemljouz; Slovak: úžina, šija; Slovene: ožina, zemeljska ožina; Spanish: istmo; Swedish: näs, ed; Old Swedish: ēþ; Tagalog: tangkay, dalahikan; Tajik: барзах, гардана; Tatar: муентык; Thai: คอคอด; Turkish: berzah, kıstak; Ukrainian: перешийок; Urdu: خاکنائے; Uyghur: بويۇن; Uzbek: boʻyin; Vietnamese: eo đất; Welsh: culdir; West Frisian: lâningte