-ιστής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ -ιστής)<br />παρεκτεταμένος τ. της κατάλ. -<i>της</i>, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (<b>[[πρβλ]].</b> [[ποιώ]] &GT; <i>ποιη</i>-<i>της</i>, [[πολιτεύομαι]] &GT; <i>πολιτευ</i>-<i>της</i>) από το θ. σε <i>–ισ</i> του αορ. πολλών ρ. ([[συνήθως]] σε -<i>ίζω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[ῥαίω]] «[[σπάζω]]», απρμφ. αορ. <i>ῥαῑσαι</i> &GT; -<i>ρα</i>-<i>ϊσ</i>-<i>της</i> «αυτός που καταστρέφει» ως β' συνθετικό λέξεων όπως <i>θυμο</i>-<i>ραϊστής</i> «αυτός που καταστρέφει τη ζωή», <i>λυκο</i>-<i>ραϊστής</i> «αυτός που καταστρέφει τους λύκους», <i>κομ</i>-<i>ίζω</i>, αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κόμ</i>-<i>ισ</i>-<i>α</i> &GT; <i>κομ</i>-<i>ισ</i>-<i>της</i>. Στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε αναλογικά στην [[παραγωγή]] μεταρρηματικών παρ. και άλλων ρ. [[εκτός]] από εκείνα με θ. αορ. σε -<i>ισ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τραγουδ</i>-<i>ιστής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τραγούδ</i>-<i>ησ</i>-<i>α</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>υπερ</i>-<i>ασπ</i>-<i>ισ</i>-<i>της</i> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>-<i>άσπ</i>-<i>ισ</i>-<i>α</i>). Χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] αναλογικά και στην [[παραγωγή]] μετονοματικών παραγώγων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποδο</i>-<i>σφαιρ</i>-<i>ιστής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ποδό</i>-<i>σφαιρ</i>-<i>ο</i>) ονομάτων [[κυρίως]] που συνδέονται [[στενά]] με αντίστοιχα σε -<i>ισμός</i> και δηλώνουν τον οπαδό ενός θρησκευτικού, φιλοσοφικού ή πολιτικού συστήματος ή ενός επιστημονικού, ιδεολογικού ή αισθητικού ρεύματος, [[καθώς]] και τον χαρακτήρα ή τον τρόπο συμπεριφοράς ενός ατόμου. Στη συντριπτική τους [[πλειονότητα]] τα ονόματα αυτά [[είναι]], όπως και τα αντίστοιχά τους σε -<i>ισμός</i>, αντιδάνεια και μεταφορές ή αποδόσεις ξένων όρων που εμφανίζουν την κατάλ. -<i>ist</i>(<i>e</i>) (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>ista</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. -<i>ιστής</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ινδου</i>-<i>ισμός</i>: <i>ινδου</i>-<i>ιστής</i>, <i>υπαρξ</i>-<i>ισμός</i>: <i>υπαρξ</i>-<i>ιστής</i>, <i>εθνικ</i>-<i>ισμός</i>: [[εθνικιστής]], <i>δαρβιν</i>-<i>ισμός</i>: <i>δαρβιν</i>-<i>ιστής</i>, <i>κυβ</i>-<i>ισμός</i>: <i>κυβ</i>-<i>ιστής</i>, <i>εγω</i>-<i>ισμός</i>: <i>εγω</i>-<i>ιστής</i>, <i>φαταλ</i>-<i>ισμός</i>: <i>φαταλ</i>-<i>ιστής</i>. Βλ. και -<i>ισμός</i>.
|mltxt=(ΑΜ -ιστής)<br />παρεκτεταμένος τ. της κατάλ. -<i>της</i>, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. [[ποιώ]] &GT; <i>ποιη</i>-<i>της</i>, [[πολιτεύομαι]] &GT; <i>πολιτευ</i>-<i>της</i>) από το θ. σε <i>–ισ</i> του αορ. πολλών ρ. ([[συνήθως]] σε -<i>ίζω</i>), πρβλ. [[ῥαίω]] «[[σπάζω]]», απρμφ. αορ. <i>ῥαῑσαι</i> &GT; -<i>ρα</i>-<i>ϊσ</i>-<i>της</i> «αυτός που καταστρέφει» ως β' συνθετικό λέξεων όπως <i>θυμο</i>-<i>ραϊστής</i> «αυτός που καταστρέφει τη ζωή», <i>λυκο</i>-<i>ραϊστής</i> «αυτός που καταστρέφει τους λύκους», <i>κομ</i>-<i>ίζω</i>, αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κόμ</i>-<i>ισ</i>-<i>α</i> &GT; <i>κομ</i>-<i>ισ</i>-<i>της</i>. Στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε αναλογικά στην [[παραγωγή]] μεταρρηματικών παρ. και άλλων ρ. [[εκτός]] από εκείνα με θ. αορ. σε -<i>ισ</i>- (πρβλ. <i>τραγουδ</i>-<i>ιστής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τραγούδ</i>-<i>ησ</i>-<i>α</i> [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>υπερ</i>-<i>ασπ</i>-<i>ισ</i>-<i>της</i> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>-<i>άσπ</i>-<i>ισ</i>-<i>α</i>). Χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] αναλογικά και στην [[παραγωγή]] μετονοματικών παραγώγων (πρβλ. <i>ποδο</i>-<i>σφαιρ</i>-<i>ιστής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ποδό</i>-<i>σφαιρ</i>-<i>ο</i>) ονομάτων [[κυρίως]] που συνδέονται [[στενά]] με αντίστοιχα σε -<i>ισμός</i> και δηλώνουν τον οπαδό ενός θρησκευτικού, φιλοσοφικού ή πολιτικού συστήματος ή ενός επιστημονικού, ιδεολογικού ή αισθητικού ρεύματος, [[καθώς]] και τον χαρακτήρα ή τον τρόπο συμπεριφοράς ενός ατόμου. Στη συντριπτική τους [[πλειονότητα]] τα ονόματα αυτά [[είναι]], όπως και τα αντίστοιχά τους σε -<i>ισμός</i>, αντιδάνεια και μεταφορές ή αποδόσεις ξένων όρων που εμφανίζουν την κατάλ. -<i>ist</i>(<i>e</i>) (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>ista</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. ελλ. -<i>ιστής</i>), πρβλ. <i>ινδου</i>-<i>ισμός</i>: <i>ινδου</i>-<i>ιστής</i>, <i>υπαρξ</i>-<i>ισμός</i>: <i>υπαρξ</i>-<i>ιστής</i>, <i>εθνικ</i>-<i>ισμός</i>: [[εθνικιστής]], <i>δαρβιν</i>-<i>ισμός</i>: <i>δαρβιν</i>-<i>ιστής</i>, <i>κυβ</i>-<i>ισμός</i>: <i>κυβ</i>-<i>ιστής</i>, <i>εγω</i>-<i>ισμός</i>: <i>εγω</i>-<i>ιστής</i>, <i>φαταλ</i>-<i>ισμός</i>: <i>φαταλ</i>-<i>ιστής</i>. Βλ. και -<i>ισμός</i>.
}}
}}

Revision as of 11:10, 19 December 2018

Greek Monolingual

(ΑΜ -ιστής)
παρεκτεταμένος τ. της κατάλ. -της, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη-της, πολιτεύομαι > πολιτευ-της) από το θ. σε –ισ του αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε -ίζω), πρβλ. ῥαίω «σπάζω», απρμφ. αορ. ῥαῑσαι > -ρα-ϊσ-της «αυτός που καταστρέφει» ως β' συνθετικό λέξεων όπως θυμο-ραϊστής «αυτός που καταστρέφει τη ζωή», λυκο-ραϊστής «αυτός που καταστρέφει τους λύκους», κομ-ίζω, αόρ. -κόμ-ισ-α > κομ-ισ-της. Στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε αναλογικά στην παραγωγή μεταρρηματικών παρ. και άλλων ρ. εκτός από εκείνα με θ. αορ. σε -ισ- (πρβλ. τραγουδ-ιστής < τραγούδ-ησ-α κατά το σχήμα υπερ-ασπ-ισ-της < υπερ-άσπ-ισ-α). Χρησιμοποιήθηκε επίσης αναλογικά και στην παραγωγή μετονοματικών παραγώγων (πρβλ. ποδο-σφαιρ-ιστής < ποδό-σφαιρ-ο) ονομάτων κυρίως που συνδέονται στενά με αντίστοιχα σε -ισμός και δηλώνουν τον οπαδό ενός θρησκευτικού, φιλοσοφικού ή πολιτικού συστήματος ή ενός επιστημονικού, ιδεολογικού ή αισθητικού ρεύματος, καθώς και τον χαρακτήρα ή τον τρόπο συμπεριφοράς ενός ατόμου. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ονόματα αυτά είναι, όπως και τα αντίστοιχά τους σε -ισμός, αντιδάνεια και μεταφορές ή αποδόσεις ξένων όρων που εμφανίζουν την κατάλ. -ist(e) (< λατ. -ista < αρχ. ελλ. -ιστής), πρβλ. ινδου-ισμός: ινδου-ιστής, υπαρξ-ισμός: υπαρξ-ιστής, εθνικ-ισμός: εθνικιστής, δαρβιν-ισμός: δαρβιν-ιστής, κυβ-ισμός: κυβ-ιστής, εγω-ισμός: εγω-ιστής, φαταλ-ισμός: φαταλ-ιστής. Βλ. και -ισμός.