καθοίκι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καθίκι]] και [[καθήκι]], το (Μ καθοίκιν)<br />[[αγγείο]] για [[αφόδευση]], [[δοχείο]] νυκτός, [[αγγείο]], [[πάπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αισχρό [[άτομο]], [[κάθαρμα]], ανυπόληπτο [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά καθοίκια</i><br />τα οικιακά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθοίκι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>καθοίκιν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οίκι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]]) (<b>[[πρβλ]].</b> τη μσν. [[σημασία]] «οικιακά σκεύη»). Δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[είναι]] η δάσυνση, που προέκυψε ίσως από αναλογική [[επίδραση]] του [[καθίζω]], στο οποίο [[μάλιστα]] ορισμένοι ανάγουν απευθείας τη λ., θεωρώντας ορθότερη τη [[γραφή]] [[καθίκι]] (<b>[[πρβλ]].</b> και τις αντίστοιχες λ. άλλων γλωσσών, [[επίσης]] συναφείς [[προς]] την [[έννοια]] του καθίσματος, όπως γαλλ. <i>selle</i>, αγγλ. <i>stool</i>, ιταλ. <i>segetta</i>). Τέλος, η [[γραφή]] [[καθήκι]] δεν δικαιολογείται, εφόσον το [[καθίζω]] και ο αόριστός του <i>κάθισα</i> γράφονται με -<i>ι</i>- και όχι με -<i>η</i>-].
|mltxt=και [[καθίκι]] και [[καθήκι]], το (Μ καθοίκιν)<br />[[αγγείο]] για [[αφόδευση]], [[δοχείο]] νυκτός, [[αγγείο]], [[πάπια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>για πρόσ.</b>) αισχρό [[άτομο]], [[κάθαρμα]], ανυπόληπτο [[πρόσωπο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά καθοίκια</i><br />τα οικιακά σκεύη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[καθοίκι]] <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>καθοίκιν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>οίκι</i>(<i>ο</i>)<i>ν</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]]) ([[πρβλ]]. τη μσν. [[σημασία]] «οικιακά σκεύη»). Δυσερμήνευτη [[ωστόσο]] [[είναι]] η δάσυνση, που προέκυψε ίσως από αναλογική [[επίδραση]] του [[καθίζω]], στο οποίο [[μάλιστα]] ορισμένοι ανάγουν απευθείας τη λ., θεωρώντας ορθότερη τη [[γραφή]] [[καθίκι]] ([[πρβλ]]. και τις αντίστοιχες λ. άλλων γλωσσών, [[επίσης]] συναφείς [[προς]] την [[έννοια]] του καθίσματος, όπως γαλλ. <i>selle</i>, αγγλ. <i>stool</i>, ιταλ. <i>segetta</i>). Τέλος, η [[γραφή]] [[καθήκι]] δεν δικαιολογείται, εφόσον το [[καθίζω]] και ο αόριστός του <i>κάθισα</i> γράφονται με -<i>ι</i>- και όχι με -<i>η</i>-].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καθίκι και καθήκι, το (Μ καθοίκιν)
αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια
νεοελλ.
(για πρόσ.) αισχρό άτομο, κάθαρμα, ανυπόληπτο πρόσωπο
μσν.
στον πληθ. τά καθοίκια
τα οικιακά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθοίκι < μσν. καθοίκιν < κατ(α)- + -οίκι(ο)ν (< οἶκος) (πρβλ. τη μσν. σημασία «οικιακά σκεύη»). Δυσερμήνευτη ωστόσο είναι η δάσυνση, που προέκυψε ίσως από αναλογική επίδραση του καθίζω, στο οποίο μάλιστα ορισμένοι ανάγουν απευθείας τη λ., θεωρώντας ορθότερη τη γραφή καθίκι (πρβλ. και τις αντίστοιχες λ. άλλων γλωσσών, επίσης συναφείς προς την έννοια του καθίσματος, όπως γαλλ. selle, αγγλ. stool, ιταλ. segetta). Τέλος, η γραφή καθήκι δεν δικαιολογείται, εφόσον το καθίζω και ο αόριστός του κάθισα γράφονται με -ι- και όχι με -η-].