καθυπερηφανεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source
(18)
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] gegen Einen sich übermüthig betragen, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] gegen Einen sich übermütig betragen, Eust.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

German (Pape)

[Seite 1289] gegen Einen sich übermütig betragen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφανεύομαι: γίνομαι καθ’ ὑπερβολὴν ὑπερήφανος, ὑβριστικός, Εὐστ. 561. 1, Ἡσύχ. ἐν λ. κατεπλατύνετο.

Greek Monolingual

καθυπερηφανεύομαι (Μ)
(επιτατ. του υπερηφανεύομαι) φέρομαι σε κάποιον περήφανα, αγέρωχα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὑπερηφανεύομαι < ὑπερήφανος.