κακοκρισία: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κακοκρισιά, η (AM [[κακοκρισία]])<br />κακή και άδικη [[κρίση]] («[[ἀπειρία]] καὶ [[κακοκρισία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρισία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κριτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικαιο</i>-<i>κρισία</i>].
|mltxt=και κακοκρισιά, η (AM [[κακοκρισία]])<br />κακή και άδικη [[κρίση]] («[[ἀπειρία]] καὶ [[κακοκρισία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρισία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κριτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δικαιο</i>-<i>κρισία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκοκρῐσία:''' ἡ ([[κρίσις]]), κακή [[κρίση]], εσφαλμένη [[απόφαση]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοκρῐσία Medium diacritics: κακοκρισία Low diacritics: κακοκρισία Capitals: ΚΑΚΟΚΡΙΣΙΑ
Transliteration A: kakokrisía Transliteration B: kakokrisia Transliteration C: kakokrisia Beta Code: kakokrisi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A bad judgment, AP7.236 (Antip. Thess.); ἀπειρία καὶ κ. Plb.12.24.6.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, schlechtes, ungerechtes Urtheil; Pol. 12, 24, 6; Ant. Th. 58 (VII, 236); Ep. ad. 390 (IX, 115).

Greek (Liddell-Scott)

κακοκρῐσία: ἡ, κακὴ κρίσις, Ἀνθ. Π. 7. 236, Πολύβ. 12. 24, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
jugement illégal ou inique.
Étymologie: κακόκριτος.

Greek Monolingual

και κακοκρισιά, η (AM κακοκρισία)
κακή και άδικη κρίσηἀπειρία καὶ κακοκρισία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. δικαιο-κρισία].

Greek Monotonic

κᾰκοκρῐσία: ἡ (κρίσις), κακή κρίση, εσφαλμένη απόφαση, σε Ανθ.