κακοπινής: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοπινής]], -ές (Α)<br />υπερβολικά [[ρυπαρός]], [[βδελυρός]], [[φαύλος]] («[[κακοπινής]] οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», <b>Αθήν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπινῶς</i> (Α)<br />με φαύλο τρόπο, βδελυρώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λέρα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχαιο</i>-<i>πινής</i>]. | |mltxt=[[κακοπινής]], -ές (Α)<br />υπερβολικά [[ρυπαρός]], [[βδελυρός]], [[φαύλος]] («[[κακοπινής]] οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», <b>Αθήν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοπινῶς</i> (Α)<br />με φαύλο τρόπο, βδελυρώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίνος]] «[[ακαθαρσία]], [[λέρα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχαιο</i>-<i>πινής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοπῐνής:''' -ές ([[πίνος]]), υπερβολικά [[ακάθαρτος]], βρώμικος, [[ρυπαρός]], υπερθ. <i>κακοπινέστατος</i>, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A filthy, loathsome, κακοπινέστατόν τ' ἄλημα S.Aj. 381 (lyr.); οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath.13.565e. Adv.-νῶς, διακείμενος Archig.(?)ap.Aët.3.114.
German (Pape)
[Seite 1302] ές, sehr schmutzig, auch geistig, niederträchtig, Soph. Ai. 374, im superlat.; κακοπινεῖς οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν, ἀλλὰ καὶ ἕξει Ath. XIII, 565 e.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sale, malpropre, impur;
Sp. κακοπινέστατος.
Étymologie: κακός, πίνος.
Greek Monolingual
κακοπινής, -ές (Α)
υπερβολικά ρυπαρός, βδελυρός, φαύλος («κακοπινής οὐ μόνον τοῑς ἤθεσιν ἀλλὰ καὶ ἕξει», Αθήν.).
επίρρ...
κακοπινῶς (Α)
με φαύλο τρόπο, βδελυρώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -πινής (< πίνος «ακαθαρσία, λέρα»), πρβλ. αρχαιο-πινής].
Greek Monotonic
κᾰκοπῐνής: -ές (πίνος), υπερβολικά ακάθαρτος, βρώμικος, ρυπαρός, υπερθ. κακοπινέστατος, σε Σοφ.