κάλλαιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κάλλαιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[έπαρμα]] του ηθμοειδούς οστού, στο [[μέσον]] του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, [[πάνω]] στο οποίο προσφύεται η σκληρή [[μήνιγγα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σαρκώδης]] [[απόφυση]] της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, [[λειρί]], [[λοφίο]]<br /><b>2.</b> το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. [[χαρχάλι]]<br /><b>3.</b> τα φτερά της ουράς του πετεινού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κάλλος]], ενώ η [[σύνδεση]] με τους τ. [[καλάινος]], <i>καλῶ</i> δημιουργεί δυσχέρειες].
|mltxt=το (AM [[κάλλαιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[έπαρμα]] του ηθμοειδούς οστού, στο [[μέσον]] του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, [[πάνω]] στο οποίο προσφύεται η σκληρή [[μήνιγγα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[σαρκώδης]] [[απόφυση]] της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, [[λειρί]], [[λοφίο]]<br /><b>2.</b> το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. [[χαρχάλι]]<br /><b>3.</b> τα φτερά της ουράς του πετεινού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κάλλος]], ενώ η [[σύνδεση]] με τους τ. [[καλάινος]], <i>καλῶ</i> δημιουργεί δυσχέρειες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάλλαιον:''' τό, [[λειρί]] κόκκορα· πληθ. [[κάλλαια]], <i>τά</i>, τα φτερά της ουράς του, Λατ. [[palea]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλαιον Medium diacritics: κάλλαιον Low diacritics: κάλλαιον Capitals: ΚΑΛΛΑΙΟΝ
Transliteration A: kállaion Transliteration B: kallaion Transliteration C: kallaion Beta Code: ka/llaion

English (LSJ)

τό,

   A cock's comb, Arist.HA631b10, 28: pl., κάλλαια, τά, wattles, Ar.Eq.497, Ael.NA5.5, 15.2, Paus.9.23.4.    2 cock's tailfeathers, Ael.Dion.Fr.219.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλαιον: τό, ὁ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἀλεκτρυόνος σαρκώδης λόφος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 2., 9. 50, 2· ― πληθυντ. κάλλαια, τά, ὁ σαρκώδης αὐτοῦ πώγων, Λατ. palea, Ἀριστοφ. Ἱππ. 497. 2) τὰ οὐραῖα πτερὰ αὐτοῦ, Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 1278. 50. ― Ὁ τύπος κάλλεα ὑπῆρχεν ἄλλοτε ἐν Αἰλ. π. Ζ. 11. 26., 15. 1· πληθ. κάλλεσιν εὕρηται καὶ νῦν παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 263. (Πιθ. ἐκλήθησαν ταῦτα οὕτως ἕνεκα τῶν εὐκόλως μεταβαλλομένων χρωμάτων αὐτῶν, πρβλ. κάλαϊς).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 crête de coq;
2 jabot de coq;
3 plumes de la queue du coq.
Étymologie: κάλλος.

Greek Monolingual

το (AM κάλλαιον)
νεοελλ.
ανατ. έπαρμα του ηθμοειδούς οστού, στο μέσον του πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα
μσν.-αρχ.
1. η σαρκώδης απόφυση της κορυφής του κεφαλιού του πετεινού, λειρί, λοφίο
2. το σαρκώδες υπορράμφιο του πετεινού, κν. χαρχάλι
3. τα φτερά της ουράς του πετεινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κάλλος, ενώ η σύνδεση με τους τ. καλάινος, καλῶ δημιουργεί δυσχέρειες].

Greek Monotonic

κάλλαιον: τό, λειρί κόκκορα· πληθ. κάλλαια, τά, τα φτερά της ουράς του, Λατ. palea, σε Αριστοφ.