καλιάς: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλιάς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> μικρή [[καλύβα]]<br /><b>2.</b> [[βωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[καλιός]]]. | |mltxt=[[καλιάς]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> μικρή [[καλύβα]]<br /><b>2.</b> [[βωμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[καλιός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλιάς:''' -[[άδος]], ἡ, = το προηγ., [[καλύβα]], σε Ανθ.· ναΐσκος, παρεκκλήσι, [[εκκλησάκι]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A = καλιά, hut, AP11.44 (Phld.), Plu.2.418a; chapel, shrine, IG22.1533.5 (iv B. C.), D.H.3.70, Plu.Num.8, etc.; nest, in form καλειάς, Max.Tyr.16.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1308] άδος, ἡ (verwandt mit dem Vorigen), das Hüttchen; λιτή Philodem. ep. (IX, 44); Plut. def. orac. 41; Kapelle, Num. 8 Cam. 32 D. H. 3, 70.
Greek (Liddell-Scott)
καλιάς: -άδος, ἡ = τῷ προηγ., καλύβη, Ἀνθ. Π. 11. 44, Πλούτ. 2. 418Α: ναΐδιον, Διον. Ἁλ. 3. 70, Πλουτ. Νουμ. 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
1 maisonnette;
2 chapelle.
Étymologie: cf. καλιά.
Greek Monolingual
καλιάς, ἡ (Α)
1. μικρή καλύβα
2. βωμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καλιός].
Greek Monotonic
καλιάς: -άδος, ἡ, = το προηγ., καλύβα, σε Ανθ.· ναΐσκος, παρεκκλήσι, εκκλησάκι, σε Πλούτ.